Επειδή πολλές φορές όταν ξεκινάω συζήτηση για την οικονομία και τη σχέση της με την ενέργεια αρκετός κόσμος είναι δύσπιστος στη σύνδεση του φυσικού κόσμου και των νόμων του (θερμοδυναμική κτλ) με την οικονομική θεωρία θα αναφέρω μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ενέργειας τα οποία την καθιστούν ιδιαίτερο προϊόν στο πεδίο της οικονομίας.

Η οικονομική επιστήμη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε δύο αρχές. Το νόμο προσφοράς και ζήτησης και στη δυνατότητα υποκατάστασης προϊόντων με άλλα. Ουσιαστικά ο πρώτος νόμος απαιτεί το δεύτερο καθώς διαφορετικά η ζήτηση προϊόντων θα ήταν ανελαστική. Επειδή ακριβώς υπάρχει δυνατότητα υποκατάστασης οι καμπύλες προσφοράς – ζήτησης ισοροπούν σε χαμηλότερα σημεία. Αν κάποιος δεν έχει τη δυνατότητα να αγοράσει το iPhone 32 GB θα προσπαθήσει να αγοράσει το iPhone 16GB και αν αποτύχει (επειδή δεν έχει την οικονομική δυνατότητα ή τη διάθεση να προσφέρει τόσα χρήματα) θα αγοράσει ένα smart phone με Αndroid ή απλώς θα συμβιβαστεί με συμβατικό κινητό.

Η περίπτωση της ενέργειας τώρα είναι αρκετά διαφορετική. Κατ’ αρχήν η δυνατότητα υποκατάστασης δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει υποκατάστατο της ενέργειας, εκτός απο άλλου τύπου ενέργεια.  Σε όσες περιπτώσεις υπάρχει κάποια δυνατότητα υποκατάστασης (πχ αντικατάσταση συμβατικού αυτοκινήτου με ηλεκτρικό) η πραγματοποίηση της συνήθως απαιτεί ταυτόχρονα την επένδυση στην αλλαγή των μέσων παραγωγής (στην περίπτωση αυτή του αυτοκινήτου) καθώς το υποκατάστατο έχει διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά (1000 BTU πετρελαίου δεν αντιστοιχούν άμεσα σε 100 BTU ηλεκτρικής ενέργειας). Σε άλλες περιπτώσεις η υποκατάσταση δεν είναι κλιμακώσιμη στα επίπεδα του τύπου ενέργειας την οποία αντικαθιστά (παράδειγμα η αντικατάσταση των λιγνιτικών μονάδων απο αιολικές). Η ενέργεια μάλιστα είναι προαπαιτούμενη άμεσα ή έμμεσα για κάθε είδους παραγωγική δραστηριότητα. Παροχή μικρότερου ποσού ενέργειας στο σύστημα της οικονομίας οδηγεί αυτομάτως σε μείωση της παραγωγής, είτε επειδή κάποιες δραστηριότητες δε θα πραγματοποιηθούν, είτε επειδή θα πραγματοποιηθούν με μικρότερη ένταση προκειμένου να καταναλωθεί μικρότερο ποσό ενέργειας (πχ ένα πλοίο με εμπορεύματα θα μειώσει την ταχύτητα του προκειμένου να ελαττώσει την κατανάλωση του με συνέπεια την επιμήκυνση του χρόνου παράδοσης των προϊόντων). Μακροπρόθεσμα βέβαια η ενεργειακή απόδοση της οικονομίας αυξάνει (μέχρι κάποια θερμοδυναμικά όρια) αλλά ταυτοχρόνως το προϊόν της οικονομίας και ο πληθυσμός ακολουθούν αυξητική πορεία με αποτέλεσμα η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης να μη συνεπάγεται μείωση της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας.

Παράλληλα, η οικονομία με δεδομένη την ροπή της στην μείωση του κόστους παραγωγής εκμεταλεύεται πάντα τον τύπο ενέργειας εκείνο ο οποίος παρέχει την καλύτερη πρακτική απόδοση. Τα αυτοκίνητα χρησιμοποιούν βενζίνη και πετρέλαιο αντί για ηλεκτρικό ρεύμα επειδή είναι σε υγρή μορφή και παρέχει πολύ μεγάλη ενεργειακή πυκνότητα σε χαμηλή τιμή χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις κόστους απο το σύστημα αποθήκευσης και τον κινητήρα. Αντίθετα, όπως έχουμε δεί, σε ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο η αυτονομία θα είναι χαμηλή ενώ οι απαιτήσεις βάρους και κόστους ιδιαιτέρως αυξημένες.

Απο την άλλη η ενέργεια ακολουθεί μία διαφορετική και πιο ‘ακριβή’ καμπύλη προσφοράς – ζήτησης ακριβώς επειδή δεν υπάρχει υποκατάστατο. Η τιμή στην οποία θα αγοραστεί το ποσό της ενέργειας που καλύπτει την αιχμή της ζήτησης είναι αυτή στην οποία θα αγοραστεί όλη η ενέργεια. Παραδείγματα:

  • Η Οριακή Τιμή Συστήματος στη ηλεκτροπαραγωγή (τιμή αγοράς του συνόλου της παραγόμενης ενέργειας) εξαρτάται απο την τιμή αγοράς του προμηθευτή ο οποίο καλύπτει το όριο της ζήτησης. Ακόμα και αν 6000 MW καλύπτονται με κόστος 40 €/ΜW, αν η συνολική ζήτηση είναι 6200 MW και τα επιπλέον 200 MW έχουν κόστος 50€/MW η ΟΤΣ θα διαμορφωθεί στα 50 €/MW aυξάνοντας το συνολικό κόστος.
  • Οι χωρες του Κόλπου μπορεί να παράγουν πετρέλαιο με κόστος λιγότερο απο 10$/βαρέλι. Αν όμως για να καλυφθεί η ζήτηση χρειάζεται να προστεθεί η παραγωγή απο deep water pre-salt πεδίο στα ανοικτά της Βραζιλίας με κόστος 60$/βαρέλι τότε η τιμή όλης της παραγωγής θα διαμορφωθεί σε αυτά τα επίπεδα.

Ο ‘ανελαστικός’ αυτός τρόπος καθορισμού της τιμής της ενέργειας έχει ώς συνέπεια μικρές αλλαγές στην προσφορά να έχουν σημαντικές συνέπειες στην τιμή όλης της παραγωγής. Αν η παραγωγή περιορίζεται απο μη οικονομικούς λόγους (όπως για παράδειγμα καθαρά γεωλογικοί λόγοι στην περίπτωση της εξόρυξης πετρελαίου) θα δυσκολευτεί να ικανοποιήσει την αυξανόμενη ζήτηση της οικονομίας με συνέπεια συνεχή και αλματώδη αύξηση των τιμών. Οι τιμές αυτές θα αυξήσουν το κόστος παραγωγής όλων των μονάδων της οικονομίας δημιουργώντας πληθωρισμό και μειώνοντας το διαθέσιμο εισοδημα των καταναλωτών με τελικό αποτέλεσματα οικονομική ύφεση. Μόνο αυτή θα καταφέρει να ‘καταστρέψει’ αρκετή ζήτηση ώστε οι τιμές να ισορροπήσουν σε χαμηλότερα επίπεδα.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η ενέργεια, λόγω της φύσης της, ακολουθεί καμπύλη ανελαστικής ζήτησης στην οικονομία και κάθε αύξηση του κόστους της (είτε σε οικονομικούς, είτε σε ενεργειακούς όρους) έχει πολλαπλάσια αρνητική επίδραση.

Άλλο κλασσικό επιχείρημα είναι η θεωρήση ότι οι υπηρεσιές (μεγάλο τμήμα της οικονομίας, ιδιαίτερα στις σύγχρονες δυτικές οικονομίες προσανατολισμένες στον χρηματοπιστωτικό τομέα όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία) είναι ‘αποδεσμευμένες’ απο τα δεσμά της ενέργειας και έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν ανάπτυξη στην οικονομία ανεξαρτήτως ενεργειακού κόστους. Είναι σαφέστατα δεδομένο ότι η σύγχρονη ηλεκτρονική οικονομία έχει πολύ μικρό ενεργειακό αποτύπωμα και το κόστος ενέργειας ανά μονάδα προϊόντος της είναι εξαιρετικά μικρό. Παράλληλα, λόγω ακριβώς του μειωμένου κόστους παραγωγής των υπηρεσιών μία επέκταση της κυκλοφορίας χρήματος είναι αρκετά πιθανό να έχει θετική επίδραση στην ανάπτυξη τους (αντί για πληθωριστικές πιέσεις).

Αυτό όμως το οποίο δε λαμβάνεται υπόψη είναι ότι η ζήτηση για υπηρεσίες προκύπτει απο την περίσσεια εισοδήματος των καταναλωτών αφού ικανοποιήσουν τις βασικές τους ανάγκες για υλικά αγαθά. Τα τρόφιμα απαιτούν δεκαπλάσια ενεργειακή επένδυση σε σχέση με την ενέργεια (σε θερμίδες) που παρέχουν ενώ και τα υπόλοιπα υλικά αγαθά έχουν μεγάλη επενδυμένη ενέργεια υπο την μορφή κόστους υλικών, παραγωγής και μεταφοράς στον καταναλωτή. Η αύξηση της τιμής της ενέργειας (η οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι εισαγόμενη) έχει απευθείας αυξητική επίδραση στις τιμές τους, αρνητική επίδραση στους μισθούς (είτε μέσα πληθωρισμού, είτε μέσω ανεργίας και μείωσης των μισθών) και τελικά μειώνει το εισόδημα που είναι δυνατόν να κατευθυνθεί προς τον κλάδο των υπηρεσιών.  Η αύξηση της κυκλοφορίας χρήματος σε αυτή την περίπτωση θα λειτουργήσει περισσότερο αρνητικά αυξάνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις ενώ θα υποτιμήσει την αξία του νομίσματος με συνέπεια η εισαγόμενη ενέργεια να γίνει περισσότερο ακριβή.

Το παραπάνω είναι ακόμα πιο σαφές σε ενεργειακούς όρους και ειδικότερα σε σχέση με το λεγόμενο EROEI (Energy Return On Energy Invested). Στις πρωτόγονες κοινωνίες των hunter-gatherer ο άνθρωπος απλώς κατάφερνε να λαμβάνει αρκετή ενέργεια ώστε να επιβιώνει μην αφήνοντας περίσσεια για την πραγματοποίηση άλλων δραστηριοτήτων. Στη σύγχρονη κοινωνία των ορυκτών καυσίμων επιτυγχάνουμε EROEI πάνω απο 20-30:1 με αποτέλεσμα πολύ μικρό μέρος της οικονομίας, των ανθρώπων, των μέσων παραγωγής να καταναλώνονται στην παραγωγή της ενέργειας με το μεγαλύτερο ποσοστό να απασχολείται με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, είτε παραγωγής αγαθών, είτε υπηρεσιών. Η αύξηση των ενεργειακών τιμών ουσιαστικά αποτυπώνει την επιδείνωση του EROEI. Με άλλα λόγια, μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας απαιτείται να απασχολείται στην παραγωγή της ενέργειας αντί άλλων αγαθών. Είναι νομίζω προφανές ότι η πτώση του EROEI σε χαμηλές μονοψήφιες τιμές συνεπάγεται ότι το μεγαλύτερο τμήμα της οικονομίας θα απασχολείται στην παραγωγή ενέργειας ή σε βασικά αγαθά (τρόφιμα, ρουχισμός κτλ) αφήνοντας πολύ μικρό τμήμα των μέσων παραγωγής (αλλά και του εργατικού δυναμικού) να είναι δυνατό να απασχοληθεί με την παροχή καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Ένα EROEI 3:1 είναι δεδομένο ότι δε θα επιτρέψει την πλήρη απασχολήση του τεράστιου εργατικού δυναμικού που είναι προσανατολισμένο στις υπηρεσίες, εκτός και αν.. αλλάξει επάγγελμα.

Τέλος, το γεγονός ότι πολύ μεγάλο τμήμα των σύγχρονων οικονομιών είναι υπηρεσίες δε σημαίνει ότι δε βασίζονται σε υλικά αγαθά. Το μεγαλύτερο τμήμα των υπηρεσιών είναι υπηρεσίες όπως εμπόριο, υπηρεσίες εστίασης, real estate, ιατρικές υπηρεσίες, τομείς οι οποίοι έχουν πολύ μεγάλη εξάρτηση απο τις τιμές των εμπορευμάτων, καυσίμων και ενέργειας στα περιθώρια κέρδους τους. Οι υπηρεσίες οι οποίες είναι πραγματικά αποδεσμευμένες (ώς ένα βαθμό) απο τις τιμές της ενέργειας είναι μικρό τμήμα της οικονομίας και περιλαμβάνουν τομείς όπως η ηλεκτρονική οικονομία (υπηρεσίες, software), οι νομικές υπηρεσίες κτλ. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν περιλαμβάνεται στα παραπάνω καθώς η πορεία του είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη ζήτηση της οικονομίας για υλικά αγαθά και τις τιμές τους (σταγαστικά, καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια).