Εν αρχή ήταν το σκοτάδι.. και οι άνθρωποι πραγματοποιούσαν τις συναλλαγές τους ανταλλάσσοντας προϊόντα. Στη συνέχεια οι κοινωνίες βρήκαν βολικό να χρησιμοποιούν πολύτιμα μέταλλα όπως χρυσό και ασήμι για την πραγματοποίηση των συναλλαγών δημιουργώντας την πρώτη έννοια χρήματος.. και εγένετο φώς.
Κάπως έτσι θα παρουσιαστεί συνήθως η δημιουργία και εφέυρεση χρήματος. Η πραγματικότητα όμως είναι περισσότερο περίπλοκη. Ανεξάρτητα απο την μορφή του χρήματος (χρυσά νομίσματα, gold standard, fiat currency) η ισχύς του και ο λόγος ύπαρξης του δεν ήταν η διευκόλυνση των συναλλαγών αλλά η κάλυψη των φορολογικών και δανειακών υποχρεώσεων. Αμέσως μετά τη δημιουργία οργανωμένων κοινωνιών και κρατών δημιουργήθηκαν νομίσματα τα οποία (είτε γινόταν αντιληπτό, είτε όχι) αντλούσαν τη δύναμη τους απο την επιβολή (δια της απειλής βίας) φορολογικών υποχρεώσεων στους πολίτες απο το κράτος. Οι φορολογικές αυτές υποχρεώσεις επιβάλλονταν στις συναλλαγές αλλά και στην περιουσία και μπορούσαν να καλυφθούν μέσω χρήματος το οποίο παρείχε το ίδιο το κράτος.
Η λογική συνέπεια των παραπάνω είναι ότι η επιβολή φόρων δημιουργεί την αντίστοιχη ζήτηση για χρήμα. Χρήμα το οποίο παρέχει το κράτος κατ’ αρχήν μέσω των δημοσίων δαπανών του. Αν το κράτος δεν πραγματοποιήσει επαρκείς δαπάνες ώστε να καλύψει τις φορολογικές του απαιτήσεις (δημόσιο πλεόνασμα) θα αφαιρέσει μέρος της περιουσίας των πολιτών. Αλλά θα ξαναγυρίσουμε σε αυτό.
Αρχικά το χρήμα είχε την μορφή χρυσών ή άλλων πολύτιμων νομισμάτων ενώ στη συνέχεια δημιουργήθηκε μία πιο χαλαρή σχέση με την επιβολή του gold standard όπου τα χάρτινα χαρτονομίσματα μπορούσαν να ανταλλαχθούν με συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού. Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής θεωρίας δημιουργήθηκε στα χρόνια αυτά. Λογικό αποτέλεσμα ήταν (με δεδομένο ότι ο χρυσός είναι άφθαρτος) να διαμορφωθούν ορισμένες βασικές αρχές όπως:
- Loanable funds Market: Όλο το χρήμα θεωρείται ότι βρίσκεται σε μία ‘αγορά’ στην οποία προσφέρεται για αποταμίευση και επενδύσεις. Καθώς η ποσότητα είναι σχετικώς σταθερή αυτό το οποίο αλλάζει είναι το κόστος χρήματος (επιτόκιο). Αυξημένη αποταμίευση (σε καιρούς ύφεσης μειώνεται η κατανάλωση και αυξάνεται η αποταμίευση) οδηγεί σε χαμηλότερα επιτόκια και αυξημένες επενδύσεις οι οποίες τροφοδοτούν μελλοντική κατανάλωση. Παράλληλα η προσφορά χρήματος καθορίζεται εξωγενώς απο την κεντρική τράπεζα. Το κλασσικό διάγραμμα IS-LM είναι αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της θεώρησης.
- Government Budget Constraint: Καθώς ο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας ‘μάχονται’ για ένα συγκεκριμένο pool χρήματος τα αυξημένα κρατικά ελλείμματα (με τη συνακόλουθη ζήτηση δανεισμού) έχουν ώς αποτέλεσμα ο δημόσιος τομέας να ζητάει υψηλό μέρος των διαθέσιμων κεφαλαίων οδηγώντας το επιτόκιο δανεισμού για τον ιδιωτικό τομέα σε υψηλά επίπεδα.
- Εξωτερικά ελλείμματα: Τα εξωτερικά ελλείμματα θεωρήθηκαν πραγματικά προβλήματα καθώς οδηγούσαν σε αφαίρεση των αποθεμάτων χρυσού απο μία χώρα. Έτσι η οικονομία έχανε ουσιαστικά μέρος της νομισματικής της βάσης και θα έπρεπε να αυξήσει τα επιτόκια (αυξάνοντας το κόστος δανεισμού και επενδύσεων) ώστε να προστατέψει το gold stock.
- Deposits create loans: Η κατοχή αποθεμάτων χρυσού είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε ένα πιστωτικό ίδρυμα να δημιουργήσει δάνειο. Παράλληλα η απώλεια των αποθεμάτων είναι δυνατό να οδηγήσει σε ένα πραγματικό bank run.
- Πλήρης απασχόληση: Η λογική ότι η αποταμίευση οδηγεί μέσω του επιτοκίου σε επενδύσεις δημιούργησε την πεποίθηση ότι η οικονομία θα λειτουργούσε πάντα σε πλήρη απασχόληση με τους εργάτες να μετακινούνται απο τον παραγωγικό τομέα, στον τομέα επενδύσεων. Η πλήρης ελευθερία επιτοκίου, τιμών και μισθών θα διαμόρφωνε τις συνθήκες ώστε τα επενδυτικά σχέδια να ήταν κερδοφόρα.
Το πρόβλημα του εξωτερικού ελλείμματος και οι περιορισμοί στην επέκταση της νομισματικής βάσης που έθετε το gold standard οδήγησαν στην κατάργηση του μαζί με τον μηχανισμό των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1971 και την αντικατάσταση του απο fiat currencies. Πλέον το χρήμα που δημιουργεί ένα κράτος μπορεί να ανταλλαχθεί απλώς με άλλο χρήμα και είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμο στη διεθνή αγορά. Πλέον δεν υπάρχει ένα σταθερό και άφθαρτο monetary base αλλά αυτό καθορίζεται πλήρως απο την κεντρική τράπεζα.
Ο βασικός τύπος χρήματος στη σύγχρονη οικονομία είναι τα reserves. Τα reserves είναι liability της κεντρικής τράπεζας η οποία και έχει το μονοπώλιο δημιουργίας τους. Τα χαρτονομίσματα τα οποία κατέχει το κοινό και έχουν οι τράπεζες στα ATM και χρημαοκιβώτια τους προκύπτουν ουσιαστικά απο τη ζήτηση του κοινού. Η δημιουργία τους γίνεται απο την κεντρική τράπεζα με ‘χρέωση’ των reserve accounts των τραπεζών που τα αιτούνται. Σε νομισματικό επίπεδο τα reserves και τα χαρτονομίσματα είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα με τα χαρτονομίσματα να είναι ένα κυμαινόμενο ποσοστό των reserves. Τα reserves χρησιμοποιούνται μόνο για την εκτέλεση διατραπεζικών συναλλαγών και για την κάλυψη των reserve ratios. Τα τελευταία είναι απαιτήσεις κάλυψης των καταθετικών λογαριασμών στα πιστωτικά ιδρύματα με ένα συγκεκριμένο ποσοστό reserves (συνήθως 10%) ενώ ο υπολογισμός των απαιτήσεων (accounting period) γίνεται με βάση παρελθοντικά στοιχεία καταθέσεων. Με άλλα λόγια η ζήτηση για bank reserves είναι πλήρως ανελαστική και η κεντρική τράπεζα είναι υποχρεωμένη να την καλύπτει ώστε να λειτουργεί σωστά το διατραπεζικό σύστημα πληρωμών. Το μέγεθος του monetary base με άλλα λόγια είναι εκτός του ελέγχου της κεντρικής τράπεζας καθώς δεν έχει τον τρόπο να υπολογίσει τις ανάγκες των τραπεζών κατά το maintenance period, ούτε κατά το clearing των διατραπεζικών συναλλαγών αλλά απαιτείται να τις καλύπτει για την εύρυθμη λειτουργίας του συστήματος.
Για την κάλυψη αυτή η κεντρική τράπεζα παρέχει μία ποικιλία μηχανισμών. Κατ’ αρχήν οι λογαριασμοί των τραπεζών στην κεντρική τράπεζα (μέσω των οποίων γίνονται οι διατραπεζικές συναλλαγές και καλύπτονται τα reserve ratios) έχουν τη δυνατότητα daily overdraft. Σε δεύτερο στάδιο η κεντρική τράπεζα παρέχει το λεγόμενο discount window, ένα ημερήσιο δάνειo reserves σε συγκεκριμένο επιτόκιο. Αν τώρα η κεντρική τράπεζα δεί ότι η επιπλέον ζήτηση είναι μόνιμη τότε παρέχει πιο μακροπρόθεσμη κάλυψη μέσω repos ή open market operations. Στην περίπτωση αυτή αγοράζει είτε προσωρινά, είτε μόνιμα κρατικά securities παρέχοντας στην αντίστοιχη τράπεζα reserves σε αντάλλαγμα.
Η επιπλέον ζήτηση δημιουργείται όταν μία τράπεζα επιθυμεί να παρέχει δάνειο. Αντίθετα με την κλασσική θεωρία του πολλαπλασιαστή χρήματος η τράπεζα δε θα εξετάσει αν διαθέτει επαρκή reserves παρα μόνο κεφάλαια. Ούτως ή άλλως δεν μπορεί να γνωρίζει αν στο τέλος της accounting period, κατα την οποία θα μετρηθούν οι ανάγκες σε reserves, θα έχει τελικώς επιπλέον ανάγκες. Αν τις έχει θα επιχειρήσει να τις καλύψει δανειζόμενη reserves στη διατραπεζική αγορά. Σε αυτή την αγορά προσφέρουν τα επιπλέον (excess) reserves οι άλλες τράπεζες με κόστος το κεντρκό διατραπεζικό επιτόκιο (το οποίο θέτει η κεντρική τράπεζα). Εφόσον δεν υπάρχουν συστημικά επαρκή επιπλέον reserves τότε αυτά θα τα παρέχει η κεντρική τράπεζα με επιτόκιο ίσο με το discount window. Βλέπουμε λοιπόν ότι η κεντρική τράπεζα έχει τη δυνατότητα να καθορίσει το επιτόκιο δανεισμού στην οικονομία μέσω του μονοπωλίου δημιουργίας reserves. Σε αντίθεση με το Loanable funds market αυτό το οποίο είναι σταθερό είναι το κόστος χρήματος ενώ η ποσότητα καθορίζεται απο την κεντρική τράπεζα. Loans create deposits με άλλα λόγια και όχι το ανάποδο. Οι τράπεζες παρέχουν δάνεια εφόσον μπορούν να βρούν πελάτες για τους οποίους να αξίζει το ρίσκο του δανεισμού τους, όχι εφόσον διαθέτουν καταθέσεις. Οι καταθέσεις απαιτούνται ώστε οι τράπεζες να διαθέτουν φτηνά excess reserves τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν για δημιουργία δανείων ή να δανείσουν στη διατραπεζική αγορά, δεν είναι προαπαιτούμενο για τη δανειοδότηση των πελατών τους.
Η ευρύτερη κυκλοφορία χρήματος προκύπτει μέσω των μηχανισμών δανεισμού χρήματος στην οικονομία. Οι συντελεστές παραγωγής δανείζονται χρήματα για την πραγματοποίηση των συναλλαγών και επενδύσεων τους αυξάνοντας την κυκλοφορία χρήματος. Όταν οι ίδιοι συντελεστές αποπληρώνουν τα δάνεια τους πραγματοποιείται η αντίστοιχη καταστροφή χρήματος με μείωση της κυκλοφορίας χρήματος. Όπως βλέπουμε λοιπόν η οικονομία λειτουργεί ώς ένας μεγάλος ισολογισμός. Τα assets κάποιου είναι liabilities κάποιου άλλου. Η αποταμίευση απαιτεί το δανεισμό και το καθαρό τελικό αποτέλεσμα είναι μηδέν. Ο αποπληθωρισμός εκτός απο μείωση τιμών και μισθών οδηγεί και σε μείωση δανείων και αποπληρωμή υπάρχοντος δανεισμού, μειώνοντας την κυκλοφορία χρήματος. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που είναι τόσο επικύνδυνος στη σύγχρονη οικονομία.
Αυτά για αρχή, τα βασικά στοιχεία που έχουν να κάνουν με τον ισολογισμό της οικονομίας και τη δημοσιονομική πολιτική θα ακολουθήσουν σε δεύτερο άρθρο.
9 Σχόλια
Comments feed for this article
1 Ιουλίου, 2011 στις 13:13
Perastikos
Ενδιαφέρον.
Αν οι τράπεζες δίνουν π.χ. στεγαστικά δάνεια αφειδώς τα οποία δεν δύνανται να αποπληρώσουν οι οφειλέτες,τότε το τραπεζικό σύστημα πως θα μπορεί να ξεπεράσει την κρίση;
1 Ιουλίου, 2011 στις 13:27
kkalev
Αν οι τράπεζες προσφέρουν δάνεια χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το ρίσκο αποπληρωμής κεφαλαίου και τόκων απο τους δανειολήπτες τότε:
* Σε κάποιο σημείο οι δανειολήπτες δε θα έχουν δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων τους και θα αυξηθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και οι προβλέψεις στα αποτελέσματα των τραπεζών (με μείωση στα κέρδη τους).
* Η κεντρική τράπεζα πιθανότατα θα μειώσει το κεντρικό επιτόκιο προκειμένου να προλάβει μία ύφεση και να μειώσει το βάρος του χρέους στα νοικοκυριά. Κάποια απο αυτά θα εκμεταλευτούν την μείωση αυτή και θα αποκτήσουν πάλι τη δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών τους εφόσον η οικονομία και το εισόδημα τους δε βρίσκεται σε ύφεση.
* Αν το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο τότε τα προβλήματα θα συνεχιστούν με τις τράπεζες να παρουσιάζουν ζημιές. Κάποιοι θα σηκώσουν τις καταθέσεις τους ενώ η μείωση της αξίας των assets θα κάνει την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη για τις τράπεζες καθώς θα επιβαρυνθεί ο δείκτης capital-to-assets-ratio.
* Η κεντρική τράπεζα ώς μονοπωλιακός προμηθευτής reserves μπορεί να προσφέρει γραμμές ρευστότητας (πιο μακροπρόθεσμης απο τους συνήθεις ημερήσιους μηχανισμούς) στις τράπεζες ώστε να αντιμετωπίσουν τυχόν προβλήματα εύρεσης κεφαλαίων στη διατραπεζική και ρευστοποίησης καταθέσεων των πελατών τους.
* Αν η κατάσταση συνεχίσει τότε ο δείκτης κεφαλαίων (λόγω διαγραφών και μείωσης τιμών assets) θα πέσει τόσο ώστε οι τράπεζες να είναι bankrupt. Θα πρέπει οι μέτοχοι να κάνουν τις απαραίτητες ΑΜΚ προσφέροντας νέα κεφάλαια και ουσιαστικά χάνοντας λεφτά λόγω απομείωσης της αξίας του κεφαλαίου της τράπεζας.
* Αν δεν μπορούν τότε οι τράπεζες θα κρατικοποιηθούν απο το κράτος/κεντρική τράπεζα με τους μετόχους και τους διευθυντές να χάνουν τα λεφτά τους. Το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων θα παραμείνει στη θέση τους και οι τράπεζες θα συνεχίσουν τη λειτουργία τους καθαρές.
* Σε όλη αυτή τη χρονική περίοδο οι καταθέσεις θα παραμένουν εγγυημένες απο το κράτος.
Δυστυχώς δεν ακολουθήθηκε ο δρόμος αυτός στην κρίση του 2008 αλλά οι τραπεζίτες ουσιαστικά επιβραβεύτηκαν για τις λάθος επιλογές τους.
10 Ιουλίου, 2011 στις 02:55
Perastikos
To ζήτημα με τον αποπληθωρισμό ως αναφέρεται στο αρχικό κείμενο μπορεί να αναλυθεί κάπως περισσότερο;
10 Ιουλίου, 2011 στις 09:48
kkalev
Στο επόμενο τμήμα θα προσθέσω και μία αναλυτικότερη περιγραφή του φαινομένου.
20 Ιουλίου, 2011 στις 16:53
chrismos1973
Kαλησπέρα Κώστα
Πολύ ενδιαφέρον το άρθρο σου. Έχω κάποιες ερωτήσεις/ απορίες:
1) «Η επιπλέον ζήτηση δημιουργείται όταν μία τράπεζα επιθυμεί να παρέχει δάνειο. Αντίθετα με την κλασσική θεωρία του πολλαπλασιαστή χρήματος η τράπεζα δε θα εξετάσει αν διαθέτει επαρκή reserves παρα μόνο κεφάλαια.»
Τα κεφάλαια της τράπεζας δεν είναι οι καταθέσεις? επομένως η δυνατότητα παροχής δανείων δεν είναι συνάρτηση της καταθετικής βάσης?
2) «Οι καταθέσεις απαιτούνται ώστε οι τράπεζες να διαθέτουν φτηνά excess reserves τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν για δημιουργία δανείων ή να δανείσουν στη διατραπεζική αγορά, δεν είναι προαπαιτούμενο για τη δανειοδότηση των πελατών τους.»
Τα excess reserves δεν χρησιμοποιούνται μόνο για δανεισμό στη διατραπεζική αγορά? Πως ακριβώς χρησιμοποιούνται για την δημιουργία δανείων?
3)»Τα reserves χρησιμοποιούνται μόνο για την εκτέλεση διατραπεζικών συναλλαγών και για την κάλυψη των reserve ratios…….Με άλλα λόγια η ζήτηση για bank reserves είναι πλήρως ανελαστική»
Η κάλυψη των reserve ratios (το μέγεθος των οποίων εξαρτάται απο το μέγεθος των καταθέσεων) δεν κάνει την ζήτηση για bank reserves ελαστική?
20 Ιουλίου, 2011 στις 18:16
kkalev
Καλησπέρα.
1) Τα κεφάλαια της τράπεζας είναι τα ίδια κεφάλαια (τα tier-1). Με βάση αυτά υπάρχει πραγματικό όριο στην επέκταση του ισολογισμού των τραπεζών με δημιουργία δανείων (http://en.wikipedia.org/wiki/Tier_1_capital).
2) Ο δανεισμός στη διατραπεζική γίνεται για να καλύπτουν οι τράπεζες τα reserve ratios. Αν κάποιος καταθέσει 1.000.000€ σε μία τράπεζα τα reserves της θα αυξηθούν κατα το αντίστοιχο ποσό ενώ τα απαιτούμενα θα είναι 100.000€. Τα υπόλοιπα μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για τη δημιουργία δανείων, είτε για δανεισμό στη διατραπεζική (η τράπεζα απο την οποία έφυγαν τα reserves είναι πιθανόν να έχει έλλειμμα πλέον). Γενικά πάντως μόνο αν μία τράπεζα διαθέτει excess reserves (απο δάνειο στη διατραπεζική, δάνειο απο την κεντρική τράπεζα, open market operation ή κατάθεση) μπορεί να δημιουργήσει και νέο δάνειο.
3) Το accounting period για το προσδιορισμό των απαιτούμενων reserves γίνεται με βάση στοιχεία για προηγούμενο χρονικό διάστημα. Έτσι η τράπεζα ουσιαστικά αντιδρά στις ανάγκες που προκύπτουν χωρίς να έχει ελαστικότητα στη ζήτηση της για reserves. Βασικός λόγος για αυτό είναι ότι οι διατραπεζικές συναλλαγές και οι αναλήψεις γίνονται με reserves (είτε χαρτονομίσματα, είτε πραγματικά reserves που είναι ουσιαστικά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος). Έτσι μία τράπεζα που κάλυπτε το ratio μπορεί να ανακαλύψει ότι πλέον δεν μπορεί να το καλύπτει. Παράλληλα, καθώς γνωρίζει ότι η ζήτηση για reserves καλύπτεται απο την κεντρική τράπεζα δεν έχει λόγο να ελέγχει αν διαθέτει τα reserves όταν δημιουργεί νέα δάνεια.
5 Ιανουαρίου, 2012 στις 14:11
mindkaiser
Καλησπέρα και στην μπλογκόσφαιρα Κώστα.
1) Τα κεφάλαια της τράπεζας για τον υπολογισμό του δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας (8% στη Βασιλεία ΙΙ), αποτελούνται από το σύνολο των βασικών (Tier I) και των συμπληρωματικών (Tier II) εποπτικών (διαφέρουν από τα λογιστικά) ιδίων κεφαλαίων. Μια τράπεζα μπορεί να συνεχίσει να δανειοδοτεί, όσο πληρούνται τα κατώτατα όρια που έχει θέσει η ΤτΕ (σε εφαρμογή οδηγίας της Ε.Ε.). Ως εκ τούτου, για να ενισχύσει την ικανότητά της να δανειοδοτεί, μπορεί:
α) είτε να αυξήσει τα εποπτικά ίδια κεφάλαιά της (αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, άντληση hybrid capital)
β) είτε να βελτιώσει την ποιότητα του σταθμισμένου της ενεργητικού (αύξηση λόγου δανείων/καλυμμάτων, επιλογή πιστούχων με υψηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση).
2) Η παρακολούθηση των δεικτών ρευστότητας από τα Π.Ι. γίνεται και αυτή σε τριμηνιαία βάση και στηρίζεται στα IFRS μεγέθη τους. Οι δύο βασικοί δείκτες που παρακολουθούνται είναι (αντιγράφω από την ΠΔ/ΤΕ):
α) Δείκτης Ρευστών Διαθεσίμων: ορίζεται το πηλίκο του κλάσματος στο οποίο ως αριθμητής λαμβάνεται το σωρευτικό υπόλοιπο των «ρευστών διαθεσίμων» της χρονικής ζώνης άμεσης λήξης μέχρι και 30 ημέρες και ως παρονομαστής οι «βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις» (δανειακά κεφάλαια). Το ελάχιστο όριο του δείκτη ορίζεται σε: 20%.
β) Δείκτης Ασυμφωνίας Ληκτότητας Απαιτήσεων-Υποχρεώσεων: ορίζεται το πηλίκο του κλάσματος στο οποίο ως αριθμητής λαμβάνεται το σωρευτικό υπόλοιπο της διαφοράς των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων της χρονικής ζώνης άμεσης λήξης μέχρι και 30 ημέρες και ως παρονομαστής οι «βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις».
Το ελάχιστο όριο του δείκτη (με την επισήμανση του αρνητικού προσήμου) ορίζεται σε: -20%
3) Προφανώς, οι συγκεκριμένες αναφορές υποβάλλονται αυτήν την περίοδο σε βάση συχνότερη της τριμηνιαίας
9 Απριλίου, 2012 στις 20:21
Crossover
Εφοσον τα δανεια χορηγουνται ανεξαρτητως απο τις καταθεσεις που υπαρχουν σε καποια τραπεζα,τοτε ποιος ακριβως ειναι ο λογος που θεωρειται αρνητικη η φυγη καταθεσεων στο εξωτερικο τα τελευταια χρονια ;
9 Απριλίου, 2012 στις 21:47
kkalev
Οποιαδήποτε ανάληψη από μία τράπεζα, εφόσον δεν αφορά απλώς σε μεταφορά σε λογαριασμό στην ίδια τράπεζα, γίνεται αναγκαστικά με την μορφή bank reserves (τα οποία μπορεί να είναι ηλεκτρονικά ή χαρτονομίσματα αναλόγως με την ανάληψη). Κάτι τέτοιο απαιτεί δάνειο από τη διατραπεζική ή (εφόσον δεν καταστεί δυνατή η πρώτη επιλογή) από την κεντρική τράπεζα. Ιδιαίτερα η δεύτερη δεσμεύει ενεργητικό της τράπεζας ώς collateral ενώ αυξάνει το κόστος καθώς αντί (η τράπεζα) να καλύπτει απλώς το reserve ratio (επιπέδου 1% επί της κατάθεσης) πρέπει να καλύπτει ολόκληρο το ποσό της ανάληψης.
Οι υποχρεώσεις προς το Ευρωσύστημα και σε χαρτονομίσματα είναι περίπου 123 δις € πλέον, δεσμεύοντας πολύ μεγάλο μέρος του ενεργητικού των τραπεζών στην εξυπηρέτηση τους και με μεγάλο κόστος (καθώς το marginal lending γίνεται μέσω του ELA με υψηλό επιτόκιο και haircuts).