Η λύση που προκρίνεται για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή περιφέρεια είναι οι χώρες να προσαρμοστούν και να γίνουν περισσότερο ‘Γερμανικές’ με έμφαση στον εξωτερικό τομέα, την αποταμίευση και την μείωση του μισθολογικού κόστους, ζώντας ‘στα πλαίσια των δυνατοτήτων τους’. Το ερώτημα βέβαια είναι αν κάτι τέτοιο είναι θεμιτό και τελικά δυνατό. Μία εξαιρετική ανάλυση του θέματος αυτού βρίσκεται στο Essay του Centre for European Reform ‘Why Germany is not a model for the eurozone‘ με το οποίο είμαι  σύμφωνος σε μεγάλο βαθμό.

Το κείμενο αναλύει το γεγονός ότι το Γερμανικό οικονομικό θαύμα της δεκαετίας 2000-2010 δεν οφείλεται σε κάποια δραματική αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της Γερμανικής οικονομίας αλλά αντίθετα στη βελτίωση μόνο του εξαγωγικού κλάδου σε συνδυασμό με την μείωση της πραγματικής αμοιβής των εργαζομένων που έδωσε τη δυνατότητα στις Γερμανικές εταιρίες να επιτύχουν αύξηση των εξαγωγών τους, ενώ η εσωτερική ζήτηση (που είναι συνήθως το 70-80% της οικονομίας στις δυτικές χώρες) παρέμεινε αναιμική. Στην πρώτη πενταετία η Γερμανική οικονομία αντιμετώπισε πραγματικά προβλήματα λόγω πτώσης του Χρηματιστηρίου με αναιμική οικονομική ανάπτυξη και αυξημένα δημόσια ελλείμματα (ήταν η πρώτη χώρα που παραβίασε τα όρια ελλείμματος). Η απάντηση ήταν η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας η οποία παρότι οδήγησε σε σταδιακή αύξηση της απασχόλησης δεν αύξησε την πραγματική αμοιβή με συνέπεια την αύξηση της αποταμιευσης απο το 9% στο 12%.

Η αύξηση της παραγωγικότητας στη συνολική οικονομία δεν ήταν μεγαλύτερη απο τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Στο διάστημα 2000 – 2008 η Ιρλανδία και η Ελλάδα επέτυχαν διπλάσια αύξηση της παραγωγικότητας τους:

Χώρα

2000

2008

Αύξηση

Γερμανία

93,8

103,9

10,77

Γαλλία

93,2

101,4

8,8

Ιταλία

99,5

99,6

0,1

Ελλάδα

86,3

103,7

20,16

Ιρλανδία

85,4

103,7

21,43

Ισπανία

96,3

103,2

7,17

Πορτογαλία

96,7

103,3

6,83

Μάλιστα η παραγωγικότητα ανα ώρα εργασίας είναι μεγαλύτερη στην Ολλανδία, το Βέλγιο και τη Γαλλία απο ότι στη Γερμανία:

Μεγάλο μέρος της βελτίωσης της ‘ανταγωνιστικότητας’ προήλθε απο τη διατήρηση των πραγματικών μισθών σταθερών με συνέπεια τα real unit labor costs να μειωθούν με πολύ θετική επίδραση στο real effective exchange rate σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης:

Αυτό οδήγησε στην αύξηση των εξαγωγών στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα καθώς η εσωτερική ζήτηση στη Γερμανία ήταν αναιμική και η αποταμίευση σε πολύ υψηλά επίπεδα. Παράλληλα, το κεφάλαιο που συσσωρεύονταν επέτρεψε τη χρηματοδότηση της έκρηξης της αγοράς ακινήτων και του δανεισμού στις περιφερειακές χώρες με συνέπεια τελικώς οι Γερμανικές τράπεζες να είναι απο τις πλέον εκτεθειμένες στο πρόβλημα. Το εντυπωσιακό είναι ότι η αύξηση αυτή των εξαγωγών δε συνοδεύτηκε απο αύξηση των επενδύσεων (λόγω αναιμικής εσωτερικής ζήτησης). Οι επενδύσεις στη Γερμανία ήταν κάτω απο τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (22%), ακόμα χαμηλότερα και απο τις ετήσιες επενδύσεις στην Ελλάδα (σταθερά άνω του 20%):

Η στασιμότητα στην εσωτερική ζήτηση φαίνεται πολύ περισσότερο στη δαπάνη για κατανάλωση:

Έτσι, συνολικά η Γερμανική οικονομία βασίστηκε στην εκτόξευση του δανεισμού στις περιφερειακές χώρες ώστε να αυξήσει τις εξαγωγές και τα κέρδη των επιχειρήσεων χωρίς όμως ανάπτυξη των επενδύσεων και βελτίωση της πραγματικής οικονομικής κατάστασης των εγχώριων εργαζομένων. Η συνολική οικονομική ανάπτυξη ανα κάτοικο στη Γερμανία ήταν στην πραγματικότητα απο τις χαμηλότερες στην Ευρωζώνη:

Το ερώτημα που τίθεται τελικά είναι αν αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για την έξοδο της Ευρωζώνης απο την κρίση. Η αύξηση της αποταμίευσης, μείωση των επενδύσεων, στάσιμη ή και μειωμένη μισθολογική θέση για τους εργαζόμενους με μόνο στόχο μία εξαγωγική μανία και βελτίωση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων χωρίς πραγματική ουσιαστική μακροπρόθεσμη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών, μόνο μία περισσότερο ανισομερής κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Η πρόταση αυτή αρχίζει να μη φαίνεται πλέον τόσο ελκυστική.

Παράλληλα, η συνολική υιοθέτηση παρόμοιων πολιτικών για ολόκληρη την περιφέρεια παρουσιάζει το λεγόμενο fallacy of composition. Καθώς το εξωτερικό ισοζύγιο της Ευρωζώνης είναι ουσιαστικά ισοσκελισμένο, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας προϋποθέτει, με δεδομένο ότι η Γερμανία θα συνεχίσει την τρέχουσα πολιτικής ‘υποτίμησης’ του real effective exchange rate, τη συνολική αύξηση των εξαγωγών της Ευρωζώνης. Η Ευρωζώνη όμως είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ. Χώρες όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Ινδία επενδύουν και αυτές στη λογική της αύξησης των εξαγωγών τους, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Ασίας. Οι ΗΠΑ βρίσκονται καιρό τώρα σε balance sheet recession, το οποίο ακόμα και αν διορθωθεί θα αφήσει για χρόνια το στίγμα του οδηγώντας του εγχώριους καταναλωτές σε μειωμένες καταναλωτικές δαπάνες, χαμηλή πιστωτική επέκαση και αυξημένη αποταμίευση. Ουσιαστικά δεν απομένει κάποιος ισχυρός και πρόθυμος παγκόσμιος καταναλωτής για την απορρόφηση των προϊόντων. Η λογική της εσωτερικής υποτίμησης λοιπόν θα οδηγήσει κατα βάση σε ένα αποπληθωριστικό περιβάλλον αναιμικής ανάπτυξης ή ακόμα και ύφεσης για την Ευρωζώνη, κάτι που παράλληλα δε θα επιλύσει τα προβλήματα χρέους στις χώρες της περιφέρειας.

Αυτό που απαιτείται είναι αναμόρφωση της Γερμανίας, της μεγαλύτερης αγοράς στην Ευρώπη με μεγαλύτερη έμφαση στην εγχώρια ζήτηση και τον τομέα των υπηρεσιών με παράλληλα απελευθέρωση του. Η μισθολογική δαπάνη θα πρέπει να αυξηθεί ώστε να καλύπτει τη βελτίωση της παραγωγικότητας η οποία θα επιτρέψει την υγιή ανάπτυξη της ζήτησης χωρίς υπερβολές στο εξωτερικό ισοζύγιο. Τα αυξημένα εισοδήματα θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών (τουρισμός) των περιφερειακών χωρών βελτιώνοντας τα ισοζύγια τους χωρίς καταστροφή της εσωτερικής τους οικονομίας.

Σημείωση: Η αύξηση στη παραγωγικότητα στη βιομηχανία ήταν μεγαλύτερη απο τη συνολική αύξηση στη Γερμανική οικονομία. Αυτό επέτρεψε στο βιομηχανικό τομέα να λειτουργήσει ακόμα πιο ανταγωνιστικά στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά παράλληλα δείχνει την μεγάλη διαφοροποίηση του εσωτερικού και εξωτερικού τομέα της οικονομίας με τον πρώτο να λειτουργεί κατα μία έννοια ώς βάρος το οποίο απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια απο το δεύτερο για τη συνολική ανάπτυξη της οικονομίας ενώ υποδηλώνει ότι το gap ανάμεσα στην πραγματική αμοιβή και την παραγωγικότητα ήταν ακόμα μεγαλύτερο στην περίπτωση της εξαγωγικής βιομηχανίας.

Ενώ η πραγματική αμοιβή των εργατών για αυτή την αυξημένη παραγωγικότητα έφτασε να είναι αρνητική μέσα σε μία δεκαετία:

Μία ακόμα παρόμοια ανάλυση απο την ίδια πηγή.