Οι πρόσφατες εξελίξεις αναφορικά με το μνημόνιο ορισμού Οικονομικής Ζώνης Τουρκίας και Λιβύης επανέφερε προηγούμενες προτάσεις για συνεκμετάλλευση τυχόν κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Με το άρθρο αυτό θα ήθελα να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις για τη σκοπιμότητα μίας τέτοιας κίνησης.

Η απάντηση στην παραπάνω ερώτηση απαιτεί κατά τη γνώμη μου να απαντηθεί κάτι ευρύτερο: Για ποιο λόγο είναι επιθετική η Τουρκία έναντι της Ελλάδας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια; Πρόκειται για ρητορική εσωτερικής κατανάλωσης, εξαγωγή προβλημάτων ή υπάρχει μία θεμελιώδης δυναμική που οδηγεί τις εξελίξεις;

Προσωπικά θεωρώ ότι το ερώτημα έχει απαντηθεί εδώ και 2 δεκαετίες από τον Παναγιώτη Κονδύλη στο Επίμετρο με τίτλο «Γεωπολιτικές και Στρατηγικές παράμετροι ενός Ελληνοτουρκικού Πολέμου». Ο βασικός λόγος της επιθετικής και αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας είναι η επιδείνωση της γεωπολιτικής ισορροπίας των δύο χωρών εις βάρος της Ελλάδας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.

Μέχρι την κρίση του 2010 η Ελληνική οικονομία ήταν σταθερά περίπου το 50% της Τουρκικής ενώ ο πληθυσμός της Τουρκίας είχε φτάσει να αποτελεί 6,5 φορές τον Ελληνικό. Μετά την καθίζηση του Ελληνικού ΑΕΠ το διάστημα 2009 – 2013 και τη διατήρηση της ανάπτυξης της Τουρκικής οικονομίας η τελευταία κατέστη ένα μέγεθος 4 φορές μεγαλύτερο της Ελληνικής ενώ και ο πληθυσμός της έφτασε σχεδόν 8 φορές τον Ελληνικό.

fredgraph

Παράλληλα, το εξοπλιστικό μορατόριουμ της Ελλάδας εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια, η μείωση των ετήσιων εξοπλιστικών δαπανών στα επίπεδα των 500 εκ. € σε συνδυασμό με την εκτίναξη των αντίστοιχων Τουρκικών δαπανών (και την ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας) ανέτρεψε πλήρως και τις ισορροπίες στο στρατιωτικό επίπεδο.

Παρόλα αυτά, ο έλεγχος από την Ελλάδα του Αρχιπελαγικού χώρου του Αιγαίου καθώς και της Κύπρου συνεπάγεται ότι διατηρεί τη δυνατότητα να αρνηθεί την έξοδο της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, μειώνει τη στρατηγική αξία των Στενών (καθώς κάθε πλοίο που περνά από αυτά πρέπει να περάσει από τα νησιά του Αιγαίου για να βγει στην ανοικτή θάλασσα) και έχει την ικανότητα να καταφέρει συντριπτικά πλήγματα σε στόχους της Δυτικής Τουρκίας χρησιμοποιώντας τα νησιά ως πλατφόρμες εκτόξευσης πυραύλων (πχ MLRS με Atacms).

Greek MLRS

Ο περιορισμός αυτός συνεπάγεται συμπεριφορές που γίνονται αντιληπτές διαφορετικά από κάθε πλευρά. Αυτό που για την Ελλάδα αποτελεί αμυντική πολιτική με περιορισμό (containment) της Τουρκίας για τη δεύτερη αποτελεί επιθετική πολιτική και περικύκλωση (encirclement). Παρομοίως η «αμυντική» προσπάθεια της Τουρκίας να απελευθερωθεί από τον περιορισμό αυτό εκλαμβάνεται ως επιθετική από την πλευρά της Ελλάδας.

Το παραπάνω συνιστά ένα συνηθισμένο πρόβλημα στις διεθνείς σχέσεις (security dilemma) όπου η αμυντική συμπεριφορά κάθε πλευράς εκλαμβάνεται ως επιθετική από την άλλη. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: Από την οπτική του ΝΑΤΟ, η επέκταση του βελτίωνε την ασφάλεια των χωρών του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας και περιόριζε την ικανότητα της Ρωσίας να λειτουργήσει επιθετικά. Από την οπτική της Ρωσίας όμως, η παρουσία της Συμμαχίας στα σύνορα της αποτελούσε περικύκλωση και παρείχε την επιλογή της εισβολής στα Ρωσικά εδάφη από τις ίδιες οδούς που χρησιμοποίησε ο Χίτλερ και ο Ναπολέωντας, ιδιαίτερα εφόσον η Ουκρανία γινόταν μέλος του ΝΑΤΟ. Κατά συνέπεια η επέκταση στα μάτια της Ρωσίας ήταν επιθετική ενώ η αντίδραση της φάνταζε επιθετική στα μάτια της Συμμαχίας.

Πέραν της οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, μια σειρά γεγονότων που συνολικά ονομάστηκαν «Αραβική Άνοιξη» όπως και τα αποτελέσματα της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003 έχουν μεταβάλει το συσχετισμό ισχύος στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου υπέρ της Τουρκίας. Οι ισχυροί κρατικοί δρώντες στα νότια σύνορα της έχουν απομειωθεί σε μεγάλο βαθμό. Η Συρία έχει μεταβληθεί σε failed state έχοντας απολέσει πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού και της ισχύος της ενώ το Ιράκ αποτελείται σε μεγάλο βαθμό πλέον από 3 σχετικώς ανεξάρτητα τμήματα (Κουρδικό, Σουνιτικό, Σϊτικό) στα οποία ασκούν σημαντική επιρροή εξωτερικοί παίκτες όπως πχ το Ιράν.

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ο συσχετισμός ισχύος στην Μέση Ανατολή να έχει ανατραπεί υπέρ της Τουρκίας ενώ οι απειλές για την ασφάλεια της, τουλάχιστον από κρατικούς δρώντες να έχουν μειωθεί. Η Κουρδική αφύπνιση αποτελεί σίγουρα έναν παράγοντα κινδύνου αλλά με σαφώς πολύ μικρότερη ισχύ (και απουσία συνεκτικής κρατικής δομής) σε σχέση με την προϋπάρχουσα ισχύ της Συρίας. Η μείωση αυτή των απειλών στα νότια σύνορα της, της δίνει τη δυνατότητα να μπορεί να εστιάσει το βλέμμα της Δυτικά χωρίς να ανησυχεί τόσο για τα μετόπισθεν.

Το άλλο δεδομένο των τελευταίων ετών είναι βέβαια η σταδιακή επιβεβαίωση της ύπαρξης σημαντικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και η διαμόρφωση οδών μεταφοράς τους στις Ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές, οδοί οι οποίες για την ώρα αποκλείουν την Τουρκία. Τα γεωλογικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι πιθανότατα τμήμα των κοιτασμάτων αυτών βρίσκεται και στην ΑΟΖ την οποία διεκδικεί για τον εαυτό της (με βάση τις πρόνοιες της Σύμβασης για Δίκαιο της Θάλασσας) η Ελλάδα.

Το κύριο ζήτημα για την Τουρκία είναι ότι η εκμετάλλευση των αποθεμάτων αυτών αποτελεί ένα zero-sum game. Η εκμετάλλευση τους από την Ελλάδα και την Κύπρο ενισχύει τη γεωπολιτική θέση και ισχύ τους και μειώνει την αντίστοιχη της Τουρκίας ανατρέποντας το συσχετισμό που έχει διαμορφωθεί μέχρι στιγμής. Από την άλλη, η διεκδίκηση οικονομικής ζώνης από την Τουρκία πέρα από τα όρια των 6νμ των Ελληνικών και Κυπριακών χωρικών υδάτων της επιτρέπει να αποκτήσει έρεισμα στην ανοικτή θάλασσα και να ξεφύγει από το ασφυκτικό περιβάλλον του Αιγαίου.

Με βάση τα παραπάνω λοιπόν το ερώτημα της συνεκμετάλλευσης δείχνει να είναι προβληματικό. Εφόσον η επιθετικότητα της Τουρκίας εδράζεται στην ανατροπή των γεωπολιτικών ισορροπιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εκτός και αν η συνεκμετάλλευση γίνει με όρους συντριπτικά υπέρ της Ελλάδας, δε θα συνεπάγεται σημαντική αλλαγή στους προϋπάρχοντες συσχετισμούς και άρα λόγο για ανατροπή της Τουρκικής συμπεριφοράς. Κατά συνέπεια η Ελλάδα δε θα ανταλλάξει συνεκμετάλλευση για ασφάλεια αλλά αντίθετα θα απολέσει «δωρεάν» μία σημαντική ευκαιρία αλλαγής του γεωπολιτικού της δυναμικού (χωρίς αντίστοιχη αύξηση του δυναμικού της Τουρκίας), ιδιαίτερα σε μία περίοδο που η πίεση από τους στόχους πλεονασμάτων και το μεταναστευτικό έχουν μειώσει σημαντικά τους βαθμούς ελευθερίας που απολαμβάνει.

Η ανάλυση αυτή μάλιστα δε λαμβάνει υπόψη της τα μηνύματα που θα στείλει η επιλογή αυτή στα υπόλοιπα κράτη τα οποία δραστηριοποιούνται στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου (Ισραήλ, Αίγυπτος, Κύπρος) και συνεργάζονται με την Ελλάδα για την αξιοποίηση και μεταφορά των κοιτασμάτων στις διεθνείς αγορές (μέσω πχ του EastMed). Ούτε το γεγονός ότι η συνεκμετάλλευση θα επικυρώσει τον εκβιασμό ως νόμιμη (και διαχρονική) μέθοδο επιβολής των επιθυμιών της Τουρκίας με την μορφή τετελεσμένων.

Δυστυχώς η περίοδος των εύκολων αποφάσεων έχει παρέλθει.