You are currently browsing the category archive for the ‘φοροδιαφυγή’ category.
Μετά και την ‘ωρίμανση’ του μέτρου του αφορολόγητου με αποδείξεις θα ήθελα να κάνω κάποια σχόλια πάνω στην προσέγγιση που ακολουθείται για την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Κατ’ αρχήν πιστεύω ότι οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν ότι η μείωση της φοροδιαφυγής δε θα πρέπει να επαφύεται στον ‘πατριωτισμό’ των πολιτών αλλά να προωθείται μέσω κατάλληλων πολιτικών που θα αυξάνουν το κόστος για το φορολογούμενο και παράλληλα θα του προσφέρουν κέρδος απο τη λήψη απόδειξης. Το συγκεκριμένο μέτρο απο αυτή την πλευρά είναι θετικό καθώς ουσιαστικά υποχρεώνει το φορολογούμενο να συγκεντρώνει και να απαιτεί αποδείξεις στις συναλλαγές του, προκειμένου να επιτύχει την κάλυψη του αφορολόγητου και την επιπλέον έκπτωση απο την υπέρβαση του προβλεπόμενου ποσού. Απο την άλλη όμως:
- Μειώνει το φορολογητέο ‘κέρδος’, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δικαιολόγηση μελλοντικών αγορών (ακίνητα, αυτοκίνητα).
- Η οικονομική ζημία είναι μικρότερη απο το κέρδος που θα επιφυλάξει η αγορά ενός προϊόντος χωρίς απόδειξη, ιδιαίτερα εφόσον ο πολίτης έχει καλύψει το απαιτούμενο ποσό αποδείξεων.
Είναι σημαντικό σε αυτό το σημείο να κάνουμε ένα διαχωρισμό των περιπτώσεων φοροδιαφυγής. Αυτή μπορεί να είναι είτε φοροδιαφυγή αγαθών (κατά την πώληση προϊόντων), είτε φοροδιαφυγή υπηρεσιών. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες είναι σημαντική, καθώς το κέρδος του παρόχου είναι πολύ μεγαλύτερο στη δεύτερη περίπτωση.
Η εμπορική δραστηριότητα (πώληση προϊόντων) μπορεί να έχει μεγάλη διαφορά στην τιμή χονδρικής με λιανική αλλά:
- Απαιτεί εγκαταστάσεις με συνέπεια κόστη ενοικίου, ηλεκτρικού, δημοτικών τελών κλπ.
- Συνήθως απαιτεί προσωπικό, το οποίο συνεπάγεται κόστη μισθοδοσίας και ασφαλιστικής κάλυψης.
- Προφανώς απαιτεί απόθεμα προϊόντων, με συνέπεια απαίτηση τιμολογίων αγοράς, ασφάλιση εμπορεύματος κλπ.
- Η τιμολόγηση των προϊόντων είναι σαφής, σε προφανές για τον πελάτη σημείο και περιέχει πάντα το ΦΠΑ.
Όλα τα παραπάνω έχουν ένα ελάχιστο, αντικειμενικά προσδιοριζόμενο κόστος, ενώ μπορούν πολύ εύκολα να υποβληθούν σε επιτόπιο έλεγχο (το ρίσκο ενός εμπόρου να απασχολεί ανασφάλιστο προσωπικό πχ είναι πολύ μεγάλο). Παράλληλα, ο έμπορος είναι υποχρεωμένος να δικαιολογεί ένα ελάχιστο ποσοστό κέρδους της επιχείρησης του, ο πελάτης έχει το κίνητρο κάλυψης του αφορολόγητου ενώ η δυνατότητα ελέγχου της συναλλαγής είναι επαρκώς εύκολη (η συναλλαγή πραγματοποιείται σε δημοσίως προσβάσιμο κατάστημα, όχι στο χώρο του πελάτη). Όλα αυτά συνηγορούν στο γεγονός ότι η φοροδιαφυγή θα είναι μικρής έκτασης και ουσιαστικά θα αποκρύπτεται ένα μικρό ποσοστό εισοδήματος (ουσιαστικά μόνο ο ΦΠΑ + μικρό περιθώριο κέρδους) καθώς το υπόλοιπο προσδιορίζεται αντικειμενικά απο το συνολικό κόστος προϊόντος (τιμή χονδρικής + κόστος εγκαταστάσεων + κόστος προσωπικού).
Αντίθετα, η παροχή υπηρεσιών παρουσιάζει σχεδόν τα αντιδιαμετρικά χαρακτηριστικά όπως:
- Παρέχεται συνήθως στο χώρο του πελάτη ή γενικά σε μη προφανή και δημοσίως προσβάσιμα σημεία.
- Δεν υπάρχει εμφανής τιμολόγηση ενώ οι τιμές που προτείνονται απο τον πάροχο στην πλειοψηφία τους δεν περιλαμβάνουν ΦΠΑ.
- Πρόκειται συνήθως για συναλλαγές σημαντικής αξίας (πχ οικοδομικές) ή επαναλαμβανόμενες (πχ ιδιαίτερα μαθήματα).
- Δεν απαιτούν κόστος για τον πάροχο (εγκαταστάσεις, απόθεμα, προσωπικό) με συνέπεια η αμοιβή να ισοδυναμεί ουσιαστικά με το κέρδος του.
- Απαίτηση απόδειξης συνήθως οδηγεί σε άρνηση μελλοντικής παροχής υπηρεσιών απο τον πάροχο.
Ο φορολογούμενος λοιπόν έχει το δίλημμα να αναγκαστεί να πληρώσει +20% επί της συμφωνηθείσης τιμής (με το επιπλέον ρίσκο της άρνησης μελλοντικής παροχής υπηρεσιών) προκειμένου να λάβει απόδειξη η οποία απλά καλύπτει το αφορολόγητο ή να πληρώσει ότι συμφωνήθηκε χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα στη σχέση του με τον επαγγελματία. Είναι προφανές ότι το κίνητρο του αφορολόγητου δεν είναι επαρκές στις περιπτώσεις αυτές και απαιτείται να προσφερθεί μεγαλύτερο απο το κράτος.
Μία πρόταση θα ήταν οι αποδείξεις παροχής υπηρεσιών να προσμετρούνται αυτούσιες στα έξοδα του φορολογούμενο ίσως και με ποσοστό μεγαλύτερο της ονομαστικής τους αξίας (πχ 120%). Το κίνητρο σε αυτή την περίπτωση θα είναι ισχυρό ενώ το κράτος δεν πρόκειται να χάσει απο την πολιτική αυτή καθώς, ακόμα και αν υποχρεωθεί να επιστρέψει (ώς επιστροφή φόρου) το ΦΠΑ στον πολίτη, θα λάβει το φόρο εισοδήματος απο τον πάροχο (υπενθυμίζουμε ότι ουσιαστικά όλο το έσοδο είναι κέρδος για τον πάροχο – πλήν ίσως των προβλεπόμενων εξόδων εκ του επαγγέλματος του). Παράλληλα, είναι αναγκαίο να θεσμοθετηθεί υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών να αναρτούν σε εμφανές σημείο τιμοκαταλόγους για τις υπηρεσίες που προσφέρουν (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ). Αυτό θα διευκολύνει τυχόν ελέγχους ενώ θα καλλιεργήσει στους πελάτες τη νοοτροπία ότι η τιμή της υπηρεσίας περιλαμβάνει τον ΦΠΑ και δεν πρόκειται για ‘επιπλέον’ φόρο.
Είναι πολύ ενδιαφέρον ώς άσκηση να προσπαθήσουμε να υπολογίσουμε το μέγεθος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα και τις δυνατότητες που προσφέρει η ‘εμφάνιση’ της στην επίλυση των δημοσιονομικών προβλημάτων. Ας ξεκινήσουμε με ορισμένα βασικά στοιχεία:
ΑΕΠ | 240 δις € |
Μισθωτοί | 2.000.000 |
Ελεύθεροι Επαγγελματίες | 2.000.000 |
Εργατικό Δυναμικό | 5.000.000 |
Άνεργοι | 500.000 |
Εισόδημα μισθωτών/συνταξιούχων | 73,92 δις € |
Εισόδημα λοιπών φορολογούμενων | 19,77 δις € |
Εισόδημα νομικών προσώπων | 19,4 δις € |
Συντάξεις | 21,73 δις € |
Έσοδα 2009 | 49,26 δις € |
Πρωτογενείς δαπάνες 2009 | 59,1 δις € |
Πηγή: Στατιστικό δελτίο ΓΓΠΣ 2008 / Προϋπολογισμός 2010
Θα κάνουμε ανάλυση βασιζόμενοι σε βασικούς κανόνες. Θεωρώντας ότι το ΑΕΠ περιλαμβάνει και την έμμεση φορολογία, ουσιαστικά ισοδυναμεί με το εθνικό εισόδημα των φυσικών και νομικών προσώπων. Οι συντάξεις και επιδόματα ανεργίας δε λαμβάνονται υπόψη καθώς προκύπτουν μέσω των εισφορών/γενικής φορολογίας χωρίς αντίκρισμα σε παραγωγή. Με βάση τα φορολογικά στοιχεία, τα νομικά πρόσωπα έχουν (μετά την αφαίρεση των συντάξεων) περίπου 20% συμμετοχή στο φορολογητέο εισόδημα, ενώ τα φυσικά πρόσωπα 80%. Οι κρατήσεις (πριν προκύψει το φορολογητέο εισόδημα περιλαμβάνουν τα εξής):
- ΦΠΑ στα έσοδα των εταιριών και ΕΕ (19%)
- Ασφαλιστικές εισφορές στους μισθωτούς (40%) και τους ΕΕ (σταθερό ποσό, περίπου 10-15% του εισοδήματος τους).
- Έμμεσους φόρους στα έσοδα εταιριών και ορισμέων ΕΕ (ας θεωρήσουμε ότι είναι επιπλέον 10%).
Έτσι λοιπόν οι μισθωτοί έχουν επιβάρυνση 40% στο εισόδημα τους, οι ΕΕ περίπου το ίδιο και οι εταιρίες 30%. Λαμβάνοντας τη διαφορα στην επιβάρυνση υπόψη οι εταιρίες θα πρέπει να έχουν συμμετοχή 30% στο ΑΕΠ και τα φυσικά πρόσωπα 70%.
Εταιρίες
240 * 30% = 72 δις €.
Έμμεση φορολογία (30%): 21,6 δις €
Φορολογητέα κέρδη: 50 δις €
Φόρος στα κέρδη (25%): 12,5 δις €
Σύνολο: 34,1 δις €
Φυσικά πρόσωπα
Με βάση τα φορολογικά στοιχεία οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι είναι 2 + 2 εκατομμύρια. Θεωρούμε ότι έχουν τουλάχιστον το ίδιο εισόδημα, διαφορετικά οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα εργαζόταν ώς μισθωτοί σε εταιρίες παροχής υπηρεσιών.
Επίσης, το συνολικό ενεργό εργατικό δυναμικό (αφαιρώντας τους άνεργους) είναι 4,5 εκ. Το υπολοιπόμενο μισό εκατομμύριο προφανώς δεν υποβάλει δήλωση φόρου εισοδήματος καθώς έχει εισόδημα μικρότερο του αφορολόγητου. Ας θεωρήσουμε λοιπόν ότι οι εργαζόμενοι αυτοί έχουν μέσο εισόδημα 10.000€, δηλαδή 5 δις €.
240 * 70% = 168 δις € – 5 δις €, περίπου 160 δις €
Μισθωτοί: 80 δις €
Εισφορές (40%): 32 δις €
Φορολογητέο εισόδημα: 48 δις €
Μέσο εισόδημα: 24.000€
Φόρος με βάση την κλίμακα: 3.000€, σύνολο: 6 δις €
Ελεύθεροι επαγγελματίες: 80 δις €
Εισφορές (15%): 12 δις €
Έμμεσοι φόροι (ΦΠΑ κτλ – 25%): 20 δις €
Φορολογητέο εισόδημα: 48 δις €
Μέσο εισόδημα: 24.000€
Φόρος με βάση την κλίμακα: 3225€μ, σύνολο: 6,5 δις €
Έτσι λοιπόν προκύπτουν τα εξής στοιχεία:
Στοιχεία Υπ. Οικονομικών | Υπολογισμοί με βάση ΑΕΠ | |
Εισόδημα νομικών προσώπων | 19,4 δις € | 50 δις € |
Εισόδημα ΕΕ | 19,8 δις € | 48 δις € |
Εισόδημα μισθωτών | 52,2 δις € | 48 δις € |
Εισφορές | 44 δις € | |
Σύνολο εσόδων | 49,3 δις € (20,5% του ΑΕΠ) | 66,6δις € (27,8% του ΑΕΠ) |
Όπως βλέπουμε το εισόδημα των μισθωτών που υπολογίζουμε είναι μικρότερο απο τα στοιχεία του Υπ. ΟΙΚ, κάτι που είναι θετικό για την μετριοπάθεια των υπολογισμών. Χωρίς λοιπόν να λάβουμε καθόλου υπόψη μας φορολογία επί των συντάξεων προκύπτουν 17 δις € περισσότερα έσοδα για τον προϋπολογισμό. Ακόμα και αν οι (χοντροκομμένοι) υπολογισμοί έχουν λάθος 20% τα έσοδα παραμένουν στα επίπεδα των 53,3 δις €, όσα είναι τα προϋπολογιζόμενα έσοδα του 2010.
Παράλληλα, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι εμφάνιση φοροδιαφυγής έχει ώς συνέπεια αντίστοιχη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών με συνέπεια την μείωση της απαιτούμενης συμμετοχής του κράτους μέσω επιχορήγησης των ασφαλιστικών ταμείων και επομένως μείωση του ελλείμματος.
Συμπεράσματα:
Είτε ο υπολογισμός του ΑΕΠ είναι υπερβολικός, είτε υπάρχει γενικευμένη φοροδιαφυγή σε όσους έχουν τη δυνατότητα απόκρυψης εισοδημάτων/κερδών με ύψος περίπου 60 δις € (20-25% του ΑΕΠ). Η εμφάνιση της θα είχε ώς συνέπεια την δραστική μείωση του ελλείμματος του δημοσίου με αποτέλεσμα τη δυνατότητα μείωσης της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης στην οικονομία και ορθολογικοποίησης των άμεσων και έμμεσων φόρων και των συντελεστών τους.
ΑΕΠ |
240 δις € |
Μισθωτοί |
2.000.000 |
Ελεύθεροι Επαγγελματίες |
2.000.000 |
Εργατικό Δυναμικό |
5.000.000 |
Άνεργοι |
4.500.000 |
Εισόδημα μισθωτών/συνταξιούχων |
73,92 δις € |
Εισόδημα λοιπών φορολογούμενων |
19,77 δις € |
Εισόδημα νομικών προσώπων |
19,4 δις € |
Συντάξεις |
21,73 δις € |
Απο παλαιότερη πρόταση μου στο labs.opevgov.gr:
Ένα απο τα μεγαλύτερα προβλήματα στη φορολογία εισοδήματος είναι η απόκρυψη των εισοδημάτων και η φοροδιαφυγή. Εάν το Υπουργείο Οικονομίας είχε τη δυνατότητα πρόσβασης στους τραπεζικούς λογαριασμούς των φυσικών προσώπων η φοροδιαφυγή θα ήταν αδύνατη. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι δυνατό λόγω τραπεζικού απορρήτου. Προτείνεται λοιπόν ένα σχήμα με το οποίο θα προκύπτει ομαδοποιημένο το συνολικό ετήσιο καθαρό εισόδημα που κατατέθηκε σε όλους τους λογαριασμούς κάθε φυσικού προσώπου χωρίς όμως οι ενδιάμεσοι ή η εφορία να γνωρίζει περισσότερες λεπτομέρειες (πχ σε ποιά τράπεζα είναι ο λογαριασμός για την εφορία ή το υποκείμενο για τους ενδιάμεσους).
Κάθε λογαριασμός τραπέζης έχει κάποιους δικαιούχους οι οποίοι παράλληλα με τα στοιχεία τους δηλώνουν και τον ΑΦΜ τους.
Το σύστημα taxis δημιουργεί ένα certification authority (CA) το οποίο εκδίδει certificates για τα public keys όλων των τραπεζών καθώς και του συστήματος Τειρεσίας. Παράλληλα, διαθέτει και το ίδιο ένα public key. Το σύστημα Τειρεσίας θα παίξει κομβικό ρόλο στο σχήμα αυτό (αντί για τον Τειρεσία μπορεί να επιλεχθεί κάποιος άλλος ενδιάμεσος κοινής εμπιστοσύνης).
Επίσης εκδίδει μία τυχαία, πολύ μεγάλη συμβολοσειρά (ας την ονομάσουμε RandKey) την οποία γνωρίζουν όλες οι τράπεζες (είναι ίδια για όλες) αλλά όχι ο Τειρεσίας (τους αποστέλεται με ασφαλή, κρυπτογραφημένο τρόπο) η οποία ανανεώνεται κάθε μήνα.
Στο τέλος κάθε μήνα κάθε τράπεζα αποθηκεύει το συνολικό καθαρό εισόδημα που αντιστοιχεί σε κάθε ΑΦΜ το οποίο είναι κύριος δικαιούχος σε ένα λογαριασμό (για όλους τους λογαριασμούς που διατηρεί ο ΑΦΜ στην τράπεζα) αφαιρώντας το εισόδημα των τόκων (δηλαδή εκτελεί την πράξη: Υπόλοιπο αρχής μήνα – Υπόλοιπο τέλους μήνα – Εισόδημα τόκων). Το καθαρό εισόδημα είναι δυνατόν να είναι αρνητικό, εφόσον το ποσό των αναλήψεων υπερβαίνει το ποσό των καταθέσεων. Η παρακάτω διαδικασία ακολουθείται για κάθε ΑΦΜ:
Τράπεζα
AFM = ΑΦΜ concat RandKey.
Enc.AFM = Encrypt(AFM με TAXIS public key).
Enc.Deposit = Encrypt(Deposit με Teiresias public key).
Document = Enc.AFM concat Enc.Deposit
Sign(Document με bank private key)
Αποστολή του υπογεγραμμένου document στον Τειρεσία μαζί με το certificate της τράπεζας με ασφαλή τρόπο. (πχ μέσω Web Service over SSL).
Η προσθήκη του RandKey στο AFM χρησιμοποιείται ώστε ο Τειρεσίας να μην μπορεί να γνωρίζει τίποτα περί των φορολογούμενων. Προφανώς το AFM μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί μόνο απο το taxis και όχι απο τον Τιρεσία.
Τειρεσίας
Verify Signature of Document με βάση το bank public key.
Decrypt Deposit.
Για κάθε Enc.AFM προκύπτει το Total.Deposit ώς το άθροισμα όλων των Deposit.
Enc.Total.Deposit = Encrypt(Total.Deposit με taxis public key).
Document = Enc.AFM concat Enc.Total.Deposit
Sign(Document με Τειρεσίας private key)
Αποστολή του υπογεγραμένου Document στο τaxis μαζί με το certificate του Τειρεσία με ασφαλή τρόπο. (πχ μέσω Web Service over SSL). Ο Τειρεσίας αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην αποθηκεύει καμία απο τις πληροφορίες αυτές αλλά να λειτουργεί μόνο ώς ενδιάμεσος.
Taxis
Verify Signature of Document με βάση το teiresias public key.
Decrypt Total.Deposit και AFM.
Πλέον το taxis γνωρίζει το καθαρό εισόδημα του ΑΦΜ χωρίς όμως να γνωρίζει τις καταθέσεις του, ούτε σε ποιές τράπεζες τις διατηρεί. Ουσιαστικά δηλαδή δε γνωρίζει τίποτα παραπάνω απο όσα θα έπρεπε να γνωρίζει για την φορολόγηση του εισοδήματος, επομένως δεν παραβαίνει τραπεζικό απόρρητο. Παράλληλα και ο Τιρεσίας δε γνωρίζει (καθώς ο ΑΦΜ είναι κρυπτογραφημένος) τα στοιχεία που λαμβάνει σε ποιούς αναφέρονται.
Δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να προκύψει εύκολα το συνολικό εισόδημα του ΑΦΜ (δηλαδή τα ποσά που κατατέθηκαν στους λογαριασμούς του κατά τη διάρκεια ενός χρόνου) καθώς σε περίπτωση που ο πολίτης μετακινεί τις καταθέσεις του απο τράπεζα σε τράπεζα (προκειμένου να εκμεταλευτεί μεγαλύτερα επιτόκια για παράδειγμα) αυτές οι μετακινήσεις θα φαινόταν ώς νέο εισόδημα. Στην περίπτωση μας η εφορία γνωρίζει τα έσοδα του πολίτη μείον τις συνολικές δαπάνες που πραγματοποίησε, κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί:
- ως ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα στην περίπτωση που είναι θετικό (η πλειοψηφία των περιπτώσεων)
- για τον προσδιορισμό των πραγματικών δαπανών του πολίτη σε περίπτωση που είναι αρνητικό. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αγοράς σημαντικού περιουσιακού στοιχείο όπως πχ αυτοκίνητο, ακίνητο κτλ. Σε αυτή την περίπτωση η δαπάνη που προκύπτει ώς αρνητικό καθαρό εισόδημα δε θα μπορεί να είναι μεγαλύτερη απο τη συνολική δηλωθείσα αξία αγοράς του στοιχείου.