You are currently browsing the category archive for the ‘defence’ category.

Ο εξαιρετικός ιστότοπος AmynaGR είχε γράψει παλαιότερα ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για την απειλή των Τουρκικών βαλλιστικών πυραύλων εναντίον στόχων όπως οι αεροπορικές βάσεις της ΠΑ. Σε αυτό γινόταν σαφές ότι η δυνατότητα της Τουρκίας να καταστρέψει μία αεροπορική βάση (κατά βάση τα καταφύγια αεροσκαφών και πυρομαχικών) ήταν μηδαμινή δεδομένης της ακρίβειας των βαλλιστικών της πυραύλων.

Στο άρθρο αυτό θα αναφερθώ στο ίδιο ζήτημα από μία λίγο διαφορετική οπτική, ορμώμενος από μία αντίστοιχη εργασία της RAND για την απειλή της Κίνας εναντίον των αεροπορικών βάσεων της USAF στην περιοχή του Ειρηνικού. Η μελέτη της RAND δεν εξέταζε (μόνο) την ικανότητα συνολικής καταστροφής μίας αεροπορικής βάσης αλλά ενός πιο περιορισμένου (χρονικά και χωρικά) στόχου, της άρνησης λειτουργίας της για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα (πολεμικών) επιχειρήσεων.

Για το σκοπό αυτό η Κίνα θα έβαζε ως κύριο στόχο τους αεροδιαδρόμους μίας βάσης με σκοπό να προκαλέσει πλήγματα σε συγκεκριμένα σημεία τα οποία να αποτρέψουν την εκτέλεση απο/προσγειώσεων μαχητικών (και άλλων) αεροσκαφών μέχρι την επιδιόρθωση των ζημιών. Μία ανάλογη επιτυχία της Τουρκίας εναντίον ενός αρκετά περιορισμένου αριθμού κύριων βάσεων της ΠΑ θα έδινε την αεροπορική υπεροχή στην Τουρκική αεροπορία για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, εντός του οποίου θα μπορούσε να επιχειρήσει την καταστροφή των βασικών μέσων αμύνης της χώρας (ραντάρ, Α/Α μέσα, αεροπορικές βάσεις) χωρίς την απειλή εχθρικών αεροσκαφών και πληγμάτων στα Τουρκικά αεροδρόμια με τελικό στόχο την καταστροφή της ΠΑ στο έδαφος.

Προκειμένου να εξετάσουμε την πιθανότητα επιτυχίας μίας ανάλογης επιχείρισης θα χρησιμοποιήσουμε ως στόχο την αεροπορική βάσης της Τανάγρας. Η βάση έχει έναν κύριο διάδρομο με μήκος περίπου 3 χιλιόμετρα και πλάτος 45 μέτρα. Με βάση τις ελάχιστες αποστάσεις για απογείωση/προσγείωση αεροσκαφών είναι απαραίτητο να επιτευχθούν 3 πλήγματα σε διαφορετικά σημεία με ακτίνα περίπου 20 μέτρων το καθένα. Με δεδομένη την απόσταση της βάσης από την Τουρκία η υπόθεση είναι ότι θα χρησιμοποιηθούν βαλλιστικοί πύραυλοι Bora (υψηλής ακρίβειας) με CEP 50 μέτρα και μοναδιαία κεφαλή.

Οι υπολογισμοί των πιθανοτήτων πλήγματος σε 3 σημεία αναλόγως με τον αριθμό των βαλλιστικών πυραύλων που θα χρησιμοποιηθούν έχουν ως εξής:

Είναι σαφές ότι η μικρή ακρίβεια του Bora συνεπάγεται την πλήρη αδυναμία του να χρησιμοποιηθεί για σημειακά πλήγματα ακόμα και σε μεγάλους αριθμούς. Ακόμα και η χρήση 30 πυραύλων για μία αεροπορική βάση έχει ελάχιστη πιθανότητα να επιτύχει την παύση των αεροπορικών επιχειρήσεων από αυτή (αν και σημαντική πιθανότητα επίτευξης πλήγματος σε ένα σημείο).

Ενδιαφέρον έχει η διαφορά στην απειλή από τη χρήση συστήματος (από τις Ελληνικές ΕΔ) όπως το Ισραηλινό Lora με ακρίβεια CEP (μόνο) 10 μέτρων. Σε αυτή την περίπτωση δύο πύραυλοι είναι επαρκείς για να επιτύχουν πλήγμα με πιθανότητα >96% ενώ περίπου 10 πύραυλοι επαρκούν για να σταματήσουν τις αεροπορικές επιχειρήσεις σε μία αεροπορική βάση. 3 εκτοξευτές λοιπόν (με 4 πυραύλους ο καθένας) μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον ενός αεροδρομίου ενώ μία μοίρα 18 εκτοξευτών είναι ικανή να στοχεύσει 6 αεροπορικές βάσεις σταματώντας τις αεροπορικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη τη Δυτική Τουρκία (με τοποθέτηση των εκτοξευτών στα νησιά του Α. Αιγαίου).

Από την άλλη, ανάλογοι υπολογισμοί για τον πύραυλο cruise SOM (με CEP 5 μέτρων) εναντίον αεροδιαδρόμου υποδεικνύουν πλήγμα με σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα (πιθανότητα 99,6% για πλήγμα σε 3 σημεία). Υποθέτοντας χρόνο 8 ωρών για την επιδιόρθωση ζημιάς σε αεροδιάδρομο και 6 κύριες αεροπορικές βάσεις ως στόχους της ΤΑ, η Τουρκία μπορεί (θεωρητικά) να επιτύχει την καθήλωση της ΠΑ στο έδαφος για 24 ώρες καταναλώνοντας περίπου 60 SOM. Σε περίπτωση που η ΠΑ έχει τη δυνατότητα κατάρριψης μέρους των πυραύλων αυτών με τα Α/Α της μέσα η ανάλογη επένδυση εκ μέρους της ΤΑ αυξάνεται.

Είναι σαφές λοιπόν ότι η απειλή των Τουρκικών βαλλιστικών πυραύλων αφορά κατά βάση αποκλειστικά πολιτικούς στόχους (πόλεις, διυλιστήρια) και χώρους διασποράς των ΕΔ αλλά όχι σημειακούς στόχους όπως οι αεροδιάδρομοι των κύριων αεροπορικών βάσεων εκτός και αν επιτύχει τη σημαντική βελτίωση της ακρίβειας τους. Από την άλλη, οι πύραυλοι cruise της Τουρκίας είναι ένα πραγματικό όπλο πρώτου πλήγματος το οποίο θα γίνει ακόμα πιο απειλητικό με την ενσωμάτωση του σε εναλλακτικές πλατφόρμες εκτόξευσης όπως τα UCAVs Akinci.

Η ΠΑ είναι απαραίτητο να επενδύσει στην αυξημένη Α/Α προστασία των κύριων βάσεων της αλλά και στην επαύξηση του δικού της αποθέματος στρατηγικών όπλων καθώς είναι σαφές ότι η χρήση τους για την επίτευξη αεροπορικής υπεροχής απαιτεί τη γρήγορη κατανάλωση δεκάδων όπλων στις πρώτες ώρες του πολέμου. Η απόκτηση 2 μοιρών Lora θα δώσει παράλληλα τη δυνατότητα στην ΠΑ να εκτελέσει πρώτη αεροπορική απαγόρευση στις αεροπορικές βάσεις της ΤΑ με μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας. Παράλληλα είναι χρήσιμο ο ΕΣ να παρακολουθεί τις εξελίξεις του PrSM που θα εξοπλίσει μελλοντικά τα MLRS με πύραυλο μεγάλης ακρίβειας και βεληνεκούς άνω των 500 χιλιομέτρων.

Εμβέλεια Lora από θέσεις στη Θράκη, νησιά του Α. Αιγαίου και την Κύπρο

Μιας και το ΠΝ βρίσκεται σε διαδικασία επιλογής της μελλοντικής φρεγάτας του και η συζήτηση για το μείγμα οπλισμού και προσανατολισμού του πλοίου (φρεγάτα πολλαπλών ρόλων vs φρεγάτα AAW) έχει ανάψει θα επιχειρήσω να προσφέρω και εγώ ορισμένες σκέψεις. Μιας και δεν είμαι στρατιωτικός αλλά μηχανικός η ανάλυση μου θα είναι ανάλυση μηχανικού.

Κατ’ αρχάς, όποιο πλοίο και αν επιλέξει το ΠΝ είναι σαφές ότι οι πόροι Α/Α περιοχής θα είναι οι πλέον πολύτιμοι και περιορισμένοι. Η φρεγάτα που θα επιλεγεί θα διαθέτει πιθανότατα πυροβόλο Strales, σύστημα RAM (αναχορηγίας 21 βλημάτων), βλήματα Α/Α μέσου βεληνεκούς (πχ ESSM) σε μεγάλη ποσότητα (ένας 8-πλος εκτοξευτής Mk-41 με quad-packed ESSM θα έχει φόρτο 32 βλημάτων) αλλά μικρότερη ποσότητα βλημάτων Α/Α περιοχής. Έτσι ο κύριος όγκος Α/Α πυρός θα είναι διαθέσιμος σε μικρές και μέσες αποστάσεις.

Κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο ορίζοντας ραντάρ του πλοίου (ανεξαρτήτως ισχύος και τεχνολογίας του κύριου αισθητήρα) περιορίζεται σημαντικά λόγω του χαμηλού ύψους (από την επιφάνεια της θάλασσας) στο οποίο είναι τοποθετημένος. Έτσι λοιπόν, αναλόγως του ύψους πτήσης του στόχου, ο ορίζοντας ραντάρ θα έχει ως εξής:

Βλέπει λοιπόν κάποιος ότι σε χαμηλά ύψη πτήσης ο ορίζοντας ραντάρ είναι πολύ μικρότερος της εμβέλειας των Α/Α πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς όπως ο Aster-30 (120 χλμ) και ο SM-2ER (160 χλμ). Κατά συνέπεια, ένα αντίπαλο μαχητικό μπορεί να αποφύγει τον εγκλωβισμό και την εμπλοκή με πύραυλο μεγάλου βεληνεκούς εκτελώντας βύθιση και πτήση σε χαμηλό υψόμετρο εφόσον βρίσκεται σε αποστάσεις άνω των 70-80 χιλιομέτρων. Παράλληλα ο περιορισμός αυτός συνεπάγεται ότι ένα προφίλ πτήσης του επιτιθέμενου αεροσκάφους hi-lo-hi (με την τελική άνοδο να συμβαίνει αποκλειστικά για τη γρήγορη εξαπόλυση όπλων) προσφέρει τη δυνατότητα στοχοποίησης ακόμα και με όπλα μέσου βεληνεκούς όπως οι βόμβες SDB II (που διαθέτουν εμβέλεια 70 χιλιομέτρων εναντίον κινούμενων στόχων).

Είναι σαφές βέβαια ότι η χρήση όπλων μακρού πλήγματος όπως οι SLAM-ER ή οι SOM παρέχουν υψηλή ευελιξία και ικανότητα αποφυγής Α/Α άμυνας μέσω της εξαπόλυσης σε μεγάλες αποστάσεις και βύθισης σε χαμηλό υψόμετρο.

Οι Α/Α πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς σίγουρα αποτελούν πολύ ισχυρή απειλή για αργούς στόχους όπως τα UAV και τα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας αλλά χρειάζονται τη «συνεργασία» στόχων όπως τα μαχητικά. Δημιουργούνται λοιπόν ορισμένα ζητήματα:

  • Αξίζει η εμπλοκή στόχων μαχητικών σε μεγάλες αποστάσεις οι οποίοι μπορούν να αποφύγουν τον εγκλωβισμό με βύθιση σε χαμηλά ύψη παρότι αποτελούν απειλή για εκτόξευση SDB II (με αποτέλεσμα ένα μαχητικό να δημιουργήσει πολλαπλές απειλές εναντίον του πλοίου);
  • Τη στιγμή που οι Τούρκοι διαθέτουν δεκάδες UAV τύπου Bayraktar (τα οποία μπορούν να εμπλέξουν τους στόχους τους μόνο από κοντινές αποστάσεις) αξίζει η εμπλοκή τους με ακριβούς και σπάνιους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς ή θα τους επιτραπεί η προσέγγιση σε μικρότερη απόσταση (που μπορεί να επιτρέψει την μετάδοση δεδομένων στοχοποίησης σε άλλες εχθρικές πλατφόρμες);
  • Ποιες είναι οι πραγματικές δυνατότητες εμπλοκής μαχητικών με όπλα μακρού πλήγματος όπως οι SLAM-ER και SOM οι οποίοι μπορούν να εκτοξευτούν από αποστάσεις εκτός εμβέλειας των Α/Α όπλων;

Η βασική λύση στα παραπάνω ερωτήματα είναι η ποσότητα/όγκος πυρός. Ο διοικητής του πλοίου/στολίσκου θα πρέπει να διαθέτει επαρκή αριθμό από Α/Α όπλα μεγάλου βεληνεκούς ώστε να μη χρειάζεται να σταθμίζει τον αριθμό των διαθέσιμων πυραύλων για κάθε απειλή που εμφανίζεται. Εάν απαιτηθεί να κάνει τέτοια στάθμιση είναι πολύ πιθανό τελικά να θέσει προτεραιότητες και να αναθέσει την εμπλοκή του στόχου σε όπλα μικρότερου βεληνεκούς που είναι διαθέσιμα σε μεγαλύτερε ποσότητες (πχ ESSM).

Οι ΗΠΑ έχουν λύσει το πρόβλημα με αυτό ακριβώς τον τρόπο. Τα πλοία Α/Α περιοχής Arleigh Burke και Ticonderoga διαθέτουν τόσο μεγάλο φόρτο μάχης ώστε η κατανάλωση ενός ή δύο SM-2 δεν αποτελεί ζήτημα για τον κυβερνήτη. Κατά αυτόν τον τρόπο και ο αντίπαλος γνωρίζει ότι το πλοίο θα επιχειρήσει να τον πλήξει σε κάθε περίπτωση και επομένως απαιτείται να τροποποιήσει τα σχέδια του.

Δυστυχώς στην Ελληνική περίπτωση οι διαθέσιμες επιλογές δε δείχνουν να διαθέτουν την απαιτούμενη ποσότητα ώστε να ικανοποιηθούν οι παραπάνω απαιτήσεις. Παρότι το ίδιο το ΠΝ ήταν αρκετά διορατικό στις προδιαγραφές του ώστε να απαιτεί μεγάλους φόρτους μάχης, οι προτάσεις που είναι διαθέσιμες (και ο διατιθέμενος προϋπολογισμός) απέχουν σημαντικά από τις αρχικές προδιαγραφές.

Ο κυβερνήτης μίας φρεγάτας με 16 Aster-30 (σε αντίθεση με ένα πλοίο με 40 Aster-30) θα σκεφτεί δύο και τρεις φορές τη σκοπιμότητα της κατανάλωσης του 1/16 των διαθέσιμων Α/Α όπλων μακρού βεληνεκούς για την εμπλοκή μίας απειλής στα όρια του φακέλου του πυραύλου και του ορίζοντα ραντάρ του πλοίου. Αποτέλεσμα θα είναι είτε η εμπλοκή στόχων σε μικρότερα βεληνεκή, είτε η γρήγορη κατανάλωση σπάνιων και ακριβών πόρων εφόσον ο εχθρός κινηθεί σχετικά έξυπνα στον τρόπο με τον οποίο θα απειλήσει τα πλοία.

Το ζήτημα λοιπόν για μένα στις νέες φρεγάτες είναι ο φόρτος μάχης και ο όγκος πυρός. Δε νοείται Α/Α άμυνα περιοχής με φόρτο 16 Aster-30. Είναι προτιμότερη η επιλογή ποιοτικότερου πλοίου αποκλειστικά με ESSM παρά μίας φρεγάτας ουσιαστικά γενικής χρήσης που θα «βαφτιστεί» AAW.

Αν κάποιος παρακολουθήσει σε μακροπρόθεσμη βάση την πολιτική της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας θα παρατηρήσει ότι σε θεμελιώδες επίπεδο φαίνεται σαν η Ελλάδα να θεωρεί ότι αργά ή γρήγορα θα υπάρξει μία συνολική διευθέτηση των ανοικτών θεμάτων και επομένως θα πρέπει να επιδείξει υπομονή και να αποφύγει κακοτοπιές και περιπέτειες. Το εγχώριο πολιτικό προσωπικό εμφανίζεται να αναμένει το Ελληνικό «Camp David» στο οποίο θα επιλυθούν όλα τα ζητήματα σε έναν μεγάλο συμβιβασμό με τη διαρκή ειρήνη να ακολουθεί.

Μία τέτοια λογική εξηγεί πιθανώς τη διαρκή αποφυγή εξάσκησης βασικών δικαιωμάτων της Ελληνικής πλευράς και την ασάφεια στα όρια της κυριαρχίας της με κύρια παραδείγματα την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12νμ και το εύρος της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Σε αυτό το σενάριο η Ελλάδα θα ανταλλάξει δικαιώματα που διαθέτει με ειρήνη μέσω συνεκμετάλλευσης των πόρων της Ανατολικής Μεσογείου.

Το σκεπτικό αυτό όμως πάσχει σε ένα βασικό σημείο: Η Αίγυπτος και το Ισραήλ (που προχώρησαν σε μακροχρόνια ειρήνη στο Camp David το 1979) σε μεγάλο βαθμό δεν έχουν αντικρουόμενα στρατηγικά συμφέροντα. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει την Αίγυπτο είναι η προστασία της κοιλάδας του Νείλου (ιδιαίτερα η ροή υδάτων σε αυτή) και η διώρυγα του Σουέζ. Για το Ισραήλ η διώρυγα αποτέλεσε ένα μεγάλο υδάτινο κώλυμα και η χερσόνησος του Σινά ένα buffer μεταξύ των μητροπολιτικών κέντρων των δύο χωρών. Την ίδια στιγμή καμία από τις δύο χώρες δεν μπορεί να αποκόψει την άλλη από την πρόσβαση στην Μεσόγειο.

Βέβαια, ακόμα και έτσι η μόνιμη ειρήνη ήρθε μόνο αφού η Αίγυπτος συνειδητοποίησε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να νικήσει το Ισραήλ στο πεδίο της μάχης με συντριπτικό τρόπο (Βλέπε Ισραηλινό δόγμα Iron Wall). Σε εκείνο το σημείο το Ισραήλ αντάλλαξε ένα μεγάλο αμυντικό κώλυμα (το Σινά) με ειρήνη (και την είσοδο της Αιγύπτου στο Δυτικό στρατόπεδο).

Στην περίπτωση Ελλάδας και Τουρκίας η γεωστρατηγική είναι πολύ διαφορετική. Η Ελλάδα μέσω του ελέγχου του Αιγαίου ελέγχει την έξοδο της Τουρκίας στην ανοικτή θάλασσα, τόσο στα Στενά, όσο και στη Σμύρνη ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αξιοποιήσει τα νησιά ως χώρους για την εξαπόλυση πληγμάτων στο οικονομικό κέντρο της Τουρκίας. Ο έλεγχος των Στενών δεν εξασφαλίζει σε κάποιον που βρίσκεται στην Μαύρη Θάλασσα την έξοδο στην Μεσόγειο αν δεν είναι παράλληλα κύριος τουλάχιστον των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.

Κατά μία έννοια η Τουρκία έχει το ίδιο πρόβλημα με την Κίνα και το «First island chain» που την αποκόβει από τον Ειρηνικό. Μάλιστα, ενώ στην περίπτωση της Κίνας η κατάκτηση της Ταϊβάν σπάει αυτή την αλυσίδα ελέγχου, η Τουρκία πρέπει να ελέγξει όλα τα νησιά πλησίον των ακτών της προκειμένου να επιτύχει την ασφαλή έξοδο στην ανοικτή θάλασσα.

Ακόμα και στην Ανατολική Μεσόγειο, ο συνδυασμός ξένου ελέγχου σε Ρόδο, Κρήτη, Καστελόριζο και Κύπρο περιορίζει το εύρος των επιλογών της, ιδιαίτερα καθώς σταδιακά η έννοια της ΑΟΖ αποκτά όλο και περισσότερα στοιχεία εθνικής κυριαρχίας και ελέγχου και ξεφεύγει από στενά οικονομικά πλαίσια.

Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, η διευθέτηση με την Τουρκία δεν μπορεί να είναι συνάρτηση ποσοστιαίας κατανομής της εκμετάλλευσης κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο ή αποφυγής επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12νμ. Το διακύβευμα είναι πολύ ευρύτερο και σημαντικότερο και επομένως στόχος της Τουρκίας θα είναι η επέκταση της κυριαρχίας της σε όλη τη θαλάσσια και νησιωτική ζώνη πλησίον του ηπειρωτικού κορμού της, κάτι που είναι ξεκάθαρο στο δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας.

Τελεσίδικη διευθέτηση μπορεί να υπάρξει είτε όταν η Τουρκία επιτύχει τους στόχους της, είτε όταν αποδεχτεί ότι δεν μπορεί να τους επιτύχει με στρατιωτικά μέσα. Δυστυχώς το τελευταίο απαιτεί (πιθανότατα περισσότερες από μία) στρατιωτική σύγκρουση με σημαντική ζημιά για την Τουρκία. Όσο συντομότερα το αντιληφθεί το πολιτικό προσωπικό της χώρας, τόσο το καλύτερο.

Οι πρόσφατες εξελίξεις αναφορικά με το μνημόνιο ορισμού Οικονομικής Ζώνης Τουρκίας και Λιβύης επανέφερε προηγούμενες προτάσεις για συνεκμετάλλευση τυχόν κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Με το άρθρο αυτό θα ήθελα να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις για τη σκοπιμότητα μίας τέτοιας κίνησης.

Η απάντηση στην παραπάνω ερώτηση απαιτεί κατά τη γνώμη μου να απαντηθεί κάτι ευρύτερο: Για ποιο λόγο είναι επιθετική η Τουρκία έναντι της Ελλάδας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια; Πρόκειται για ρητορική εσωτερικής κατανάλωσης, εξαγωγή προβλημάτων ή υπάρχει μία θεμελιώδης δυναμική που οδηγεί τις εξελίξεις;

Προσωπικά θεωρώ ότι το ερώτημα έχει απαντηθεί εδώ και 2 δεκαετίες από τον Παναγιώτη Κονδύλη στο Επίμετρο με τίτλο «Γεωπολιτικές και Στρατηγικές παράμετροι ενός Ελληνοτουρκικού Πολέμου». Ο βασικός λόγος της επιθετικής και αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας είναι η επιδείνωση της γεωπολιτικής ισορροπίας των δύο χωρών εις βάρος της Ελλάδας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.

Μέχρι την κρίση του 2010 η Ελληνική οικονομία ήταν σταθερά περίπου το 50% της Τουρκικής ενώ ο πληθυσμός της Τουρκίας είχε φτάσει να αποτελεί 6,5 φορές τον Ελληνικό. Μετά την καθίζηση του Ελληνικού ΑΕΠ το διάστημα 2009 – 2013 και τη διατήρηση της ανάπτυξης της Τουρκικής οικονομίας η τελευταία κατέστη ένα μέγεθος 4 φορές μεγαλύτερο της Ελληνικής ενώ και ο πληθυσμός της έφτασε σχεδόν 8 φορές τον Ελληνικό.

fredgraph

Παράλληλα, το εξοπλιστικό μορατόριουμ της Ελλάδας εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια, η μείωση των ετήσιων εξοπλιστικών δαπανών στα επίπεδα των 500 εκ. € σε συνδυασμό με την εκτίναξη των αντίστοιχων Τουρκικών δαπανών (και την ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας) ανέτρεψε πλήρως και τις ισορροπίες στο στρατιωτικό επίπεδο.

Παρόλα αυτά, ο έλεγχος από την Ελλάδα του Αρχιπελαγικού χώρου του Αιγαίου καθώς και της Κύπρου συνεπάγεται ότι διατηρεί τη δυνατότητα να αρνηθεί την έξοδο της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, μειώνει τη στρατηγική αξία των Στενών (καθώς κάθε πλοίο που περνά από αυτά πρέπει να περάσει από τα νησιά του Αιγαίου για να βγει στην ανοικτή θάλασσα) και έχει την ικανότητα να καταφέρει συντριπτικά πλήγματα σε στόχους της Δυτικής Τουρκίας χρησιμοποιώντας τα νησιά ως πλατφόρμες εκτόξευσης πυραύλων (πχ MLRS με Atacms).

Greek MLRS

Ο περιορισμός αυτός συνεπάγεται συμπεριφορές που γίνονται αντιληπτές διαφορετικά από κάθε πλευρά. Αυτό που για την Ελλάδα αποτελεί αμυντική πολιτική με περιορισμό (containment) της Τουρκίας για τη δεύτερη αποτελεί επιθετική πολιτική και περικύκλωση (encirclement). Παρομοίως η «αμυντική» προσπάθεια της Τουρκίας να απελευθερωθεί από τον περιορισμό αυτό εκλαμβάνεται ως επιθετική από την πλευρά της Ελλάδας.

Το παραπάνω συνιστά ένα συνηθισμένο πρόβλημα στις διεθνείς σχέσεις (security dilemma) όπου η αμυντική συμπεριφορά κάθε πλευράς εκλαμβάνεται ως επιθετική από την άλλη. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: Από την οπτική του ΝΑΤΟ, η επέκταση του βελτίωνε την ασφάλεια των χωρών του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας και περιόριζε την ικανότητα της Ρωσίας να λειτουργήσει επιθετικά. Από την οπτική της Ρωσίας όμως, η παρουσία της Συμμαχίας στα σύνορα της αποτελούσε περικύκλωση και παρείχε την επιλογή της εισβολής στα Ρωσικά εδάφη από τις ίδιες οδούς που χρησιμοποίησε ο Χίτλερ και ο Ναπολέωντας, ιδιαίτερα εφόσον η Ουκρανία γινόταν μέλος του ΝΑΤΟ. Κατά συνέπεια η επέκταση στα μάτια της Ρωσίας ήταν επιθετική ενώ η αντίδραση της φάνταζε επιθετική στα μάτια της Συμμαχίας.

Πέραν της οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, μια σειρά γεγονότων που συνολικά ονομάστηκαν «Αραβική Άνοιξη» όπως και τα αποτελέσματα της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003 έχουν μεταβάλει το συσχετισμό ισχύος στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου υπέρ της Τουρκίας. Οι ισχυροί κρατικοί δρώντες στα νότια σύνορα της έχουν απομειωθεί σε μεγάλο βαθμό. Η Συρία έχει μεταβληθεί σε failed state έχοντας απολέσει πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού και της ισχύος της ενώ το Ιράκ αποτελείται σε μεγάλο βαθμό πλέον από 3 σχετικώς ανεξάρτητα τμήματα (Κουρδικό, Σουνιτικό, Σϊτικό) στα οποία ασκούν σημαντική επιρροή εξωτερικοί παίκτες όπως πχ το Ιράν.

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ο συσχετισμός ισχύος στην Μέση Ανατολή να έχει ανατραπεί υπέρ της Τουρκίας ενώ οι απειλές για την ασφάλεια της, τουλάχιστον από κρατικούς δρώντες να έχουν μειωθεί. Η Κουρδική αφύπνιση αποτελεί σίγουρα έναν παράγοντα κινδύνου αλλά με σαφώς πολύ μικρότερη ισχύ (και απουσία συνεκτικής κρατικής δομής) σε σχέση με την προϋπάρχουσα ισχύ της Συρίας. Η μείωση αυτή των απειλών στα νότια σύνορα της, της δίνει τη δυνατότητα να μπορεί να εστιάσει το βλέμμα της Δυτικά χωρίς να ανησυχεί τόσο για τα μετόπισθεν.

Το άλλο δεδομένο των τελευταίων ετών είναι βέβαια η σταδιακή επιβεβαίωση της ύπαρξης σημαντικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και η διαμόρφωση οδών μεταφοράς τους στις Ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές, οδοί οι οποίες για την ώρα αποκλείουν την Τουρκία. Τα γεωλογικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι πιθανότατα τμήμα των κοιτασμάτων αυτών βρίσκεται και στην ΑΟΖ την οποία διεκδικεί για τον εαυτό της (με βάση τις πρόνοιες της Σύμβασης για Δίκαιο της Θάλασσας) η Ελλάδα.

Το κύριο ζήτημα για την Τουρκία είναι ότι η εκμετάλλευση των αποθεμάτων αυτών αποτελεί ένα zero-sum game. Η εκμετάλλευση τους από την Ελλάδα και την Κύπρο ενισχύει τη γεωπολιτική θέση και ισχύ τους και μειώνει την αντίστοιχη της Τουρκίας ανατρέποντας το συσχετισμό που έχει διαμορφωθεί μέχρι στιγμής. Από την άλλη, η διεκδίκηση οικονομικής ζώνης από την Τουρκία πέρα από τα όρια των 6νμ των Ελληνικών και Κυπριακών χωρικών υδάτων της επιτρέπει να αποκτήσει έρεισμα στην ανοικτή θάλασσα και να ξεφύγει από το ασφυκτικό περιβάλλον του Αιγαίου.

Με βάση τα παραπάνω λοιπόν το ερώτημα της συνεκμετάλλευσης δείχνει να είναι προβληματικό. Εφόσον η επιθετικότητα της Τουρκίας εδράζεται στην ανατροπή των γεωπολιτικών ισορροπιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εκτός και αν η συνεκμετάλλευση γίνει με όρους συντριπτικά υπέρ της Ελλάδας, δε θα συνεπάγεται σημαντική αλλαγή στους προϋπάρχοντες συσχετισμούς και άρα λόγο για ανατροπή της Τουρκικής συμπεριφοράς. Κατά συνέπεια η Ελλάδα δε θα ανταλλάξει συνεκμετάλλευση για ασφάλεια αλλά αντίθετα θα απολέσει «δωρεάν» μία σημαντική ευκαιρία αλλαγής του γεωπολιτικού της δυναμικού (χωρίς αντίστοιχη αύξηση του δυναμικού της Τουρκίας), ιδιαίτερα σε μία περίοδο που η πίεση από τους στόχους πλεονασμάτων και το μεταναστευτικό έχουν μειώσει σημαντικά τους βαθμούς ελευθερίας που απολαμβάνει.

Η ανάλυση αυτή μάλιστα δε λαμβάνει υπόψη της τα μηνύματα που θα στείλει η επιλογή αυτή στα υπόλοιπα κράτη τα οποία δραστηριοποιούνται στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου (Ισραήλ, Αίγυπτος, Κύπρος) και συνεργάζονται με την Ελλάδα για την αξιοποίηση και μεταφορά των κοιτασμάτων στις διεθνείς αγορές (μέσω πχ του EastMed). Ούτε το γεγονός ότι η συνεκμετάλλευση θα επικυρώσει τον εκβιασμό ως νόμιμη (και διαχρονική) μέθοδο επιβολής των επιθυμιών της Τουρκίας με την μορφή τετελεσμένων.

Δυστυχώς η περίοδος των εύκολων αποφάσεων έχει παρέλθει.

By now, I believe that every Greek speaking person knows that Greece is about to purchase two Belhara frigates from France to act as anti-aircraft warfare (AAW) vessels for the Greek navy for a cost close to €1.4bn. The frigates are supposed to be delivered around 2025 and will mainly be armed with the Aster-30 long-range (active radar) anti-aircraft missile. While the French variant will carry 16 Aster-30, the Greek Navy is negotiating a version carrying at least  24 Aster-30 + 8 MdCN cruise missiles. It is not clear up to this point whether the frigates will also be equipped with a CIWS, either the RAM, Phalanx or other variant.

In this essay I will add my (less than) 2 cents in addressing two important questions: (1) is the specific type of ship appropriate for the Greek navy and (2) are AAW frigates really all that necessary.

In answering the first question we have to realize that the threat profile for any vessel in the Eastern Mediterranean during the next decade will be quite different from what it was a few years ago. Current AAW ships are designed mainly to fight against high profile targets such as enemy (manned) aircraft and whatever missiles they manage to fire before being shot down. Yet the emerging threat environment will be quite different in the coming years:

  1. Turkey has developed a complete array of indigenous UAV/UCAVs capable of carrying lethal weapons, mainly short-range small missiles (MAM-L/C) but even the SOM cruise missile for the Akinci UAV. It already has the Harpy autonomous anti-radar UAV in its arsenal while developing an in-house variant will not be any difficult given its large experience by now.
  2. An anti-ship version of the SOM missile is under development and will certainly be available by 2025 enhancing the Turkish arsenal which already includes the SLAM-ER missile. This weapon will equip the large fleet of Turkish F-16s as well as the Akinci large UAV.
  3. The Bora tactical ballistic missile is about to be equipped with active radar turning it into the Turkish variant of the Chinese DF-21 and being able to target nautical targets at a range of more than 280 km. Due to their high velocity and ballistic trajectory these missiles are quite difficult to detect and intercept.
  4. All new frigates built by Turkey (including the Instabul class of vessels) will come equipped with double (16 instead of 8) the payload of anti-ship long-range weapons (Atmaca indigenous missiles). As a result it will be easier to perform saturation attacks by launching multiple sorties against the same target.

Given the above it is obvious that a saturation attack from multiple directions will be more than likely for the FTi frigates. I wouldn’t be surprised to find out that the cost of an attack UAV (a Turkish Harpy for instance) will be lower than the cost of a single Aster-30 (which hovers around €3 mn).

An FTI frigate sailing south of Kastelorizo will find itself being attacked by multiple Atmaca missiles from enemy vessels, SOM missiles from F-16s and UAVs, autonomous attack UAVs and even Bora missiles fired from the Turkish mainland. A payload of 24 or even 32 Aster-30, especially without a second line of defence using a CIWS like the RAM or Phalanx will just not be enough to handle all these threats.

Given the cost of producing an attack UAV or a SOM/Bora missile, Turkey will find it more than cost-effective to build an arsenal capable of saturating and ultimately destroying such a high profile target. The Belhara payload will just not be enough to handle this level of threats. Only an Arleigh Burke destroyer hosting multiple layers of defense (SM-2, ESSM, Phalanx CIWS) and a high payload (90 Mk-41 cells able to carry one SM-2 or 4 ESSM each) will be able to withstand such saturation attacks.

Based on the above it seems that the Belhara will not be able to perform its planned mission (AAW protection of the Greek fleet) by the time it is delivered to the Greek navy. Moreover, given the fact that the backbone of the Greek fleet is 9 Standard frigates built almost 40 years ago, paying almost €1.5bn for two ships will mean that the Greek navy will mainly comprise only 4 (slightly modernized) Meko frigates and two Belhara by the end of the next decade while not being able to essentially handle large saturation attacks.

A more cost-effective solution (and use of French low cost financing) will probably be acquiring a larger number of Gowind Corvettes with the UAE configuration hosting an 8-cell Mk-41 equipped with 32 ESSM missiles (for the same cost as 2 Belhara). The ESSM Block 2 variant will be available by the time these vessels are delivered and will provide active radar AAW capabilities with ranges close to 80km (compared to 120km for the Aster-30) while the Greek defense industry participates in its production. Coupled with a RAM CIWS these vessels will boost a substantial missile payload. As long as a larger number of ships is acquired and at least two of them sail together they will provide a total payload of 64 ESSM and 42 RAM missiles which will be able to handle a saturation attack easier than a single Belhara frigate even at shorter distances.

The smaller and less capable radar capabilities (which are a big plus for the Seafire Belhara radar) can be mitigated up to a point by using Link-16 inter connectivity with other sensors (Erieye airborne radars, F-16s Viper, other Gowind/MEKO vessels etc). Yet the biggest advantage is the fact that, as long as Greece engages in a long-term ship-building program, the Gowind class could be used to replace on a one-for-one basis all of the Standard frigates with ships built in Greek shipyards in a 10 -12 years ship building program minimizing costs and maximizing domestic value. This is in sharp contrast to the Belhara program which will eat all available financial resources for the next 5 – 8 years to build only two ships (with no replacement for the remaining Standard vessels) while any local domestic value will be minimized.

Regarding the second question my answer will be a bit un-orthodox. The main doctrine revolves around the fact that Greece has ever-increasing interests in the Eastern Mediterranean which include Cyprus, the (defense of) Exclusive Economic Zone (EEZ) and possible hydrocarbon reserves. Given these interests, vessels with enhanced AAW are more than necessary to defend them, even if that comes at a large acquisition cost.

While I will certainly not disagree with the fact that Greece has large and important interests in that geographical area, I have to stress that defending interests in peace time is quite different from defending them during war time. During peace time what is mainly needed is nautical presence, not specifically a AAW frigate/destroyer. Even a Super Vita fast attack craft is enough for such a task.

During war time the territory in question is an open sea with no clearly defined objectives to defend or fight for. Minimizing and isolating the conflict is not in Greece’s interest. Rather its objective must be to strike military targets throughout the Aegean and deep into Turkish territory thus maximizing the cost of any Turkish endeavor. Given these objectives what is needed is a large number of modern vessels (such as the Super Vita and Gowind) capable of inflicting severe damage on enemy targets while staying under the protective umbrella of the Greek air force instead of a couple of vessels isolated somewhere in the Eastern Mediterranean.

Even protecting an island such as Kastelorizo (which is far away from the rest of the Aegean island archipelago and very close to Turkey’s mainland) will mainly revolve around speed and airborne lethality (use of fighter jets, Apache and Kiowa Warrior helicopters and Zubr LCAC for quick transfer of forces). Given that the island complex is very close to Turkish mainland, even a heavily armed AAW vessel will have a hard time protecting the airspace above the island since it will be exposed to even artillery fire from the mainland.

The same applies for a naval convoy carrying forces and supplies for Cuprus. What will be truly important in such open waters will be avoiding saturation air attacks and enemy submarines. The best way to achieve that is having a large number of vessels, torpedoes and anti-aircraft missiles rather than 1 – 2 high value targets. The main benefit of a Belhara will be its enhanced tactical image due to the advanced Seafire radar (a benefit not easily mitigated through cooperation with other sensors so far from Greece) yet its survivability will be highly in question due to its limited missile payload.

All in all, acquiring a couple of (very) costly AAW frigates does not seem to make a lot of sense. It will eat all available financial resources and leave the Greek navy with only 6 main surface vessels by the end of the next decade, has low survivability in the first place and is not the appropriate way to defend Greek interests in the Aegean and Eastern Mediterranean.

Since apart from economics I have a long-lived interest in defence and geopolitical issues I will be posting from time to time on these subjects as well. In this post I would like to focus on specific aspects of a deep (first) strike scenario against the Greek air force by Turkey utilizing its F-35 (which are scheduled to start to be delivered this year).

In my view, the most important aspect of the F-35 stealth fighter is not its strike capabilities. Due to a small internal weapons bay it has a limited capacity to carry air-to-ground weapons, especially stand-off cruise missiles designed for heavily armoured and defended targets. Unless the F-35 is available in large numbers, something quite difficult due to its large costs, it does not constitute a significant direct threat as a strike fighter. Nevertheless, it will most definitely be the weapon of choice in order to hit high value targets. At this point in time Turkey has ordered 30 F-35 (with an overall target of 100 total).

What distinguishes the F-35 is its enhanced sensor fusion combined with some fairly advanced sensors (as well as its VLO characteristics). Its APG-81 AESA radar is capable of detecting a target with an RCS of 1m² (roughly the RCS of the F-16) at a range of 82NM (150km). The APG-68(v)9 radar which is the most advanced version of the APG-68 radar on board the F-16 is only able to detect the same target at half the distance. Apart from its radar, the F-35 will also use IR and radar warning sensors in order to create a 360º view of its surrounding environment.

This image can then be transmitted to other fighters and air force elements, either through a special datalink used by the F-35s or through the standard NATO Link-16. As a result, the F-35 can fly deep inside enemy territory, remain undetected (due to its VLO capabilities) and transmit data on the tactical situation to other aircraft such as the F-16.

Given their radar capabilities, roughly 10 F-35s (flying in pairs) could provide significant coverage of the Greek territory. In my proposed scenario, these F-35s will penetrate Greek airspace while flying at high altitudes (to maximize radar horizon) and carry 4 AMRAAM internally in an air-to-air configuration.

They will use Link-16 to transmit data to F-16 packets which will fly «on the deck» at low altitudes with sensor silence. These F-16s will carry stand-off deep strike weapons such as SOM, SLAM-ER cruise missiles and JSOW glide weapons. At a distance of around 200km the first wave of F-16 will release their cruise missile payload against high value targets such the main radars used by the Greek air force, air bases, Patriot batteries and C&C centres. At around the time that the first wave of cruise missiles hits its targets, a second packet of F-16s will fire a much larger payload of JSOW at a distance of 100km (this will require that the F-16s ascend at high altitude and reveal themselves on Greek radars).

The F-35s will be used to provide air coverage to the attacking F-16s by shooting down any Greek fighter jets already in the air as well as the Erieye airborne radar used by the Greek air force. A force of 10 F-35s will be able to carry 40 AMRAAM missiles which is a considerable payload on its own.

The main advantage of this scenario is that the use of the F-35s will allow the Turkish air force to use its large fleet of F-16s on a low altitude strike profile while maintaining awareness of the tactical situation, something that would not be possible without the F-35 stealth capabilities.

A radar at an altitude of 4000 feet (roughly the altitude of the Greek air force main radars) has a radar horizon of less than 200km (regardless of the radar’s specific characteristics) against a target flying at an altitude of 500 feet. This means that Turkish jets will be able to fire their cruise missiles without being detected by most Greek radars.

The same applies for the SOM cruise missile payload, since the missiles will be flying at very low altitudes. A recent article by Konstantinos Zikidis calculated the SOM RCS at 0.01m² rendering it almost undetectable (taking into account its low altitude flying profile).

Apart from the above, a deep strike mission will most probably also be supported by Turkish E-7 flying radar as well as electronic warfare aircraft. It is also quite possible that the Turkish ballistic missile arsenal (with operational ranges of more than 200km) will also be used against targets that can be fired upon from launchers in Turkey.

One can easily reach the conclusion that such a scenario carries the element of surprise with little or no warning for Greek defences, a formidable air-to-air force (consisting mainly of the AMRAAMs carried internally by the F-35s) while constantly providing Turkish forces with up to date information on the tactical situation through the use of the F-35 and E-7 sensors. The fact that less than 10 F-35 will be necessary to execute such a scenario means that it will become plausible as soon as the first batch of Turkish F-35s becomes operational (Turkish F-16s have already been upgraded to the Advanced configuration and are all equipped with the (V)9 variant of the APG-68 radar and Link-16 datalink).

Greek Response

I am a huge fan of the Viper upgrade program for the Greek F-16 fleet and the reason is that the only way to counter the F-35 threat is by creating a «sensor data net» in the Greek airspace. The Viper program will include the SABR AESA radar (which can detect 1m² RCS targets at a range of 72NM/130km) and Link-16 on all F-16s. As a result of the program, each F-16 will be transformed into a small «AWACS» and provide similar situation awareness to the F-35 with the use of only a few F-16 on air.

Interconnecting all ground based radars while also keeping the Erieye on air along with a few F-16s can provide early warning against threats such as the scenario described above, at least regarding the F-16 attack packets. Unfortunately, the F-35 low radar signature means that even the SABR radar will have a hard time tracking it at long distances with the former having a clear advantage in engaging enemy F-16s at BVR range . Low frequency radars (such as the MEADS UHF radar) might provide a solution to the problem yet I believe that the F-35 will remain an issue in the upcoming years with no clear solution.

About Me

Kostas Kalevras

LinkedIn profile

E-mail:kkalev AT gmail DOT com
My status
Follow on twitter
More about me...