Ένα απο τα μεγαλύτερα προβλήματα της χώρας είναι το ασφαλιστικό. Ήδη το κράτος δίνει περίπου 10 δις € το χρόνο (4% του ΑΕΠ) επιχορήγηση στα ασφαλιστικά ταμεία απλά για την πληρωμή των συντάξεων και των δαπανών υγείας. Η αναλογία εργαζόμενων προς συνταξιούχους έχει μειωθεί δραματικά σε λιγότερο απο 2:1 (τα τελευταία στοιχεία μιλάνε για αναλογία 1,85:1). Με δεδομένο και το ποσοστό ανεργίας που έχει φτάσει στο 10% (και προβλέπεται να αυξηθεί μέσα στο 2010) η αναλογία των ενεργών εργαζόμενων προς τους συνταξιούχους βαδίζει προς το 1,5:1. Τα προβλήματα που δημιουργούνται είναι σαφή:

  • Οι συντάξεις για να έχουν νόημα απαιτείται να έχουν ένα ελάχιστο ποσοστό αναπλήρωσης σε σχέση με τους μισθούς που απολάμβανε ο εργαζόμενος. Το ποσοστό αυτό είναι περίπου 70-80% του τελευταίου μισθού.
  • Με δεδομένο το ποσοστό αναπλήρωσης και την αναλογία ε/σ οι εισφορές φτάνουν σε δυσθεώρητα ύψη. Με ποσοστό 70% και αναλογία 1,6:1 οι εισφορές (μόνο της σύνταξης!) πρέπει να είναι περίπου 45% του μισθού ώστε να λειτουργεί σωστά το σύστημα. Όσο μειώνεται η αναλογία ή πρέπει να μειωθεί το ποσοστό αναπλήρωσης ή να αυξηθούν οι εισφορές. Αν όμως η σύνταξη είναι πολύ μικρή ή/και οι εισφορές πολύ μεγάλες δεν υπάρχει κίνητρο για τον εργαζόμενο προκειμένου να πληρώνει εισφορές. Σε συνδυασμό με τις εισφορές υγείας (και την αύξηση των αντίστοιχων δαπανών) το σύνολο φτάνει σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% του μισθού με άμεση συνέπεια μεγάλη εισφοροδιαφυγή και ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα πληρωμής συντάξεων.
  • Η ανεργία απαιτεί την πληρωμή απο το κράτος τόσο του επιδόματος ανεργίας στους ανέργους, όσο και του ελλείμματος εισφορών που δημιουργείται απο την απουσία εισφορών απο τους άνεργους.
  • Το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με αύξηση των ορίων ηλικίας για προφανείς βιολογικούς αλλά και κοινωνικούς λόγους.

Ο συνδυασμός των παραπάνω, μαζί με την απουσία αποθεματικού των ταμείων και την απονομή υψηλών συντάξεων/πρόωρων αποχωρήσεων σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού, είναι αρκετός για να εξηγήσει το λόγο ύπαρξης του σημαντικού ελλείμματος στο σύστημα ασφάλισης (4-5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο). Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η κάλυψη του ελλέιμματος δεν οδηγεί πουθενά, πρόκειται απλά για μια ‘μαύρη τρύπα’ που απαιτεί χρήμα κάθε χρόνο χωρίς επιστροφή.

Ένα άλλο δεδομένο είναι η δημογραφική πραγματικότητα της χώρας. Γνωρίζοντας την πυραμίδα των ηλικιών είναι εύκολο να προσδιοριστεί η εξέλιξη του ασφαλιστικού συστήματς (με μόνο σφάλμα την επιμήκυνση του ορίου ζωής) για τα επόμενα 20-25 χρόνια. Τα δημογραφικά δεδομένα λοιπόν δείχνουν ότι (με την εξαίρεση της μετανάστευσης) οι γεννήσεις εδώ και πολλά χρόνια είναι πολύ μικρότερες απο τους θανάτους οπότε για τις επόμενες δύο με τρείς δεκαετίες δεν υπάρχει λόγος να θεωρούμε ότι θα αλλάξει δραματικά η κατάσταση (ίσως μόνο προς το χειρότερο).

Με άλλα λόγια, αν διατηρηθεί η σημερινή επιχορήγηση, θα απαιτηθεί το 100% του ΑΕΠ σε 20 χρόνια ή 150% του ΑΕΠ σε 30 χρόνια. Με δεδομένα τα χρόνια δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας και το ήδη υπάρχον χρέος που είναι μεγαλύτερο απο το 100% του ΑΕΠ, το πιθανότερο είναι ότι το παραπάνω κόστος θα μεταφραστεί απλά σε χρέος. Προσθέτοντας και τόκους, είναι πολύ πιθανό σε 20 χρόνια να χρωστάμε το 200-300% του ΑΕΠ μόνο και μόνο για να συντηρούμε τους εαυτούς μας. Προφανώς μία τέτοια προοπτικά απλά δεν έχει νόημα καθώς θα σταματήσουν όλοι να μας δανείζουν πολύ νωρίτερα.

Μία πρόταση είναι η εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Αυτό σημαίνει κατ’ αρχήν το διαχωρισμό των εισφορών σε υγείας και σύνταξης. Οι εισφορές υγείας συνεχίζουν και είναι ανταποδοτικές. Ίσως μάλιστα να κατευθυνθούν σε ένα, ενιαίο φορέα ασφάλισης όλων εργαζομένων που θα παρέχει καθολική και πλήρη υγειονομική κάλυψη των ασφαλισμένων χωρίς διαχωρισμούς και εξαιρέσεις.

Οι εισφορές σύνταξης κατευθύνονται σε ατομικούς λογαριασμούς των εργαζομένων. Το κράτος μπορεί να θεσπίσει συγκεκριμένους περιορισμούς όπως ελάχιστο ποσοστό εισφοράς (ώστε ο εργοδότης να μην έχει τη δυνατότητα να ζητήσει απο ένα εργαζόμενο να εργαστεί ανασφάλιστος), ελάχιστο χρόνο εργασίας κτλ. Οι λογαριασμοί είναι υπο τη διαχείριση και εγγύηση ενός κεντρικού κρατικού φορέα ο οποίος τους αξιοποιεί σε κατάλληλες επενδύσεις ώστε να αυξάνει η αξία τους και να είναι προστατευμένοι απο πληθωρισμό.

Ο εργαζόμενος όταν αποφασίσει να βγεί στη σύνταξη (πάντα με βάση περιορισμούς) λαμβάνει ώς σύνταξη ποσό απο τον ατομικό του λογαριασμό (υπολογίζεται με βάση την ηλικία συνταξιοδότησης και ένα γεναιόδωρο όριο ζωής, πχ 65 + 20). Αν ο συνταξιούχος ζήσει παραπάνω προφανώς το επιπλέον κόστος το καλύπτει το κράτος, αν ζήσει λιγότερο ή πεθάνει πριν τη σύνταξη του ο λογαριασμός κληρονομείται στους οικείους του (πρόκειται ουσιαστικά για ατομική του ιδιοκτησία).

Παράλληλα, το κράτος ορίζει μία εθνική κατώτατη σύνταξη. Αν κάποιος απαιτηθεί να βγεί στη σύνταξη νωρίτερα (πχ αναπηρία) ή δεν επαρκεί το κεφάλαιο που συγκεντρώθηκε (ήταν μακροχρόνια άνεργος), το κράτος συμπληρώνει το ποσό.

Τα πλεονεκτήματα του συστήματος είναι πολλά και ισχυρά:

  • Οι συντάξεις είναι προσωπικές και εξαρτώνται απο τις εισφορές του εργαζόμενου. Κατά συνέπεια ο εργαζόμενος έχει συμφέρον να εργαστεί περισσότερο, να προσφέρει μεγαλύτερες εισφορές, παρά να τις αποκρύψει. Το αποτέλεσμα θα είναι η εξάλειψη της μαύρης εργασίας.
  • Αυξάνει η αποταμίευση στην οικονομία. Το κεφάλαιο που δημιουργείται μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης (κάτι σαν εθνικό ΚΠΣ) ενώ και τα ίδια τα άτομα ‘εκπαιδεύονται’ στην αξία αυτή.
  • Το κεφάλαιο αυτό είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για τη φτηνή χρηματοδότηση των αναγκών του κράτους.
  • Το κεφάλαιο συνεχίζει να τοκίζεται και να αυξάνει και όσο ο εργαζόμενος είναι συνταξιούχος, με συνέπεια την ακόμα μεγαλύτερη απόδοση του συστήματος.

Το μεγάλο πρόβλημα είναι η μετάβαση στο σύστημα αυτό. Μέχρι να λειτουργήσει πλήρως θα πρέπει το κράτος:

  • Να πληρώσει το σύνολο των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων
  • Να αποδώσει το μερίδιο των χρόνων που δε λειτουργούσε το νέο σύστημα για τους ήδη εργαζόμενους.

Το δεδομένο είναι ότι σε πλήρη λειτουργία του συστήματος, το κράτος θα έχει το κέρδος της επιχορήγησης των ταμείων την οποία δε θα πρέπει να καταβάλει (4-5%) καθώς και μικρότερο κόστος λειτουργίας ταμείων (ουσιαστικά δε θα χρειάζεται παρα μόνο ένας κεντρικός οργανισμός διαχείρισης ατομικών λογαριασμών). Μακροπρόθεσμα δηλαδή θα προκύψουν κέρδη τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της μετάβασης. Ουσιαστικά η μετάβαση μπορεί να γίνει με την έκδοση μακροχρόνιων ομολόγων τα οποία στην λήξη τους θα πληρωθούν απο τα κέρδη της μετάβασης. Στο ενδιάμεσο πρέπει να βρεθεί τρόπος πληρωμής των τόκων.

Ας δούμε λοιπόν συγκεκριμένα νούμερα.

Τρέχοντες Συνταξιούχοι

Με βάση τα στοιχεία του ΥΠΟΙΚ οι συντάξεις είναι περίπου 24 δις € το χρόνο, δηλαδή 10% του ΑΕΠ. Ας θεωρήσουμε ότι οι ηλικίες των συνταξιούχων είναι ισόποσα κατανεμημένες μέσα σε μία περίοδο 20 χρόνων. Όλοι οι συνταξιούχοι της ίδιας ηλικίας δηλαδή έχουν κόστος 0,5% του ΑΕΠ. Θεωρώντας ότι κάθε χρόνο το 1/20 εξ’ αυτών πεθαίνει το συνολικό κόστος θα είναι:

Σ (10-0,5*k) όπου k=0 εώς 20. Σύνολο: 110% ΑΕΠ σε διάστημα 20 ετών. Στη συνέχεια το κόστος μηδενίζεται.

Πληρωμή τόκων

Είναι δυνατόν να θεσπιστούν ορισμένες χρεώσεις υπέρ του ασφαλιστικού συστήματος όπως:

  • Παρακράτηση του 10% των εισφορών.
  • Μικρή εισφορά στις υψηλές συντάξεις (πχ 3-5% για το υπερβάλλων ποσό των 2000€).
  • Εισφορά 1% στις αγοραπωλησίες ακινήτων.
  • ΕΤΑΚ 0,1%

Παράλληλα, μπορούν να αξιοποιηθούν τα αποθεματικά (όσα υπάρχουν) των ταμείων και η ακίνητη περιουσία του δημοσίου. Συνολικά όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προσφέρουν ετήσιους πόρους περίπου 2% του ΑΕΠ τα οποία θα κατευθύνονται σε ένα ‘Ταμείο Αλληλεγγύης Γενεών’, τα έσοδα του οποίου θα επενδύονται και αυτά για αύξηση απόδοσης.

Σε διάστημα 20 χρόνων η εισφορά θα είναι 40% του ΑΕΠ, ενώ σε 55 έτη 110%.

Τρέχοντες εργαζόμενοι

Για τους τρέχοντες εργαζόμενους το κράτος θα πρέπει να αποδώσει (σταδιακά) το ποσό που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του συνολικού κεφαλαίου (με χρόνο εργασίας 35 έτη). Συνολικά δηλαδή:

Σ[0,5*20*((35-k)/35)] με k = 1 εώς 35

Σύνολο 170% του ΑΕΠ που θα πρέπει να αποδωθεί σε διάστημα 35+20 = 55 ετών.

Συνολικά δηλαδή το κόστος θα είναι 110 + 170 = 280 ή περίπου 300% του ΑΕΠ σε διάστημα 55 ετών.

Ας δούμε τώρα μία ανάλυση του κόστους ανά περίοδο.

Πρώτα 20 έτη (τρέχοντες συνταξιούχοι + τρέχοντες εργαζόμενοι)

Κόστος ανά έτος:  10 -0.5*k  και Σ[0.5*((35-k)/35)] με k=1 εώς 20 (έτος)

0 έτη: 10%

5 έτη: 7,5% + 2,29% = 9,79%

10 έτη: 5% + 4,21% = 9,21%

15 έτη: 2,5% + 5,79% = 8,29%

20 έτη: 0% + 7% = 7%

Επόμενα 15 έτη (20-35): Μόνο τρέχοντες εργαζόμενοι

Κόστος ανά έτος: Σ[0.5*((35-k)/35)] με αρχή k-20 και τέλος k και k=21-35

25 έτη: 6%

30 έτη: 4,5%

35 έτη: 3%

Όπως φαίνεται δηλαδή, ήδη πριν απο τα 30 έτη το κόστος θα είναι μικρότερο απο το όφελος (5% του ΑΕΠ) λόγω μη επιχορήγησης των ταμείων. Λίγο μετά τα 25 έτη δηλαδή το σύστημα αρχίζει να επιστρέφει χρήματα πίσω.

Τελευταία 20 έτη (35-55): Τρέχοντες εργαζόμενοι που είναι πλέον όλοι στη σύνταξη.

Κόστος ανά έτος: Σ[0.5*((35-k)/35)] με αρχή k-20 και τέλος 35 (με k=35-55)

40 έτη: 1,71%

45 έτη: 0,79%

50 έτη: 0,21%

55 έτη: 0%

Στα τελευταία 20 έτη το σύστημα επιστρέφει μαζικά χρήματα, περίπου 70% του ΑΕΠ, ενώ στα προηγούμενα 15 έτη έχει επιστρέψει περίπου 10%. Σύνολο δηλαδή 80%. Στα επόμενα 20 έτη επιστρέφει 20* 5% = 100%, ενώ αν προστεθεί και το 2% * 75 = 150% προκύπτει συνολικά: 80 + 100 + 150 = 330% σε 75 έτη. Στη διάρκεια ζωής ενός ανθρώπου δηλαδή μπορεί να γίνει πλήρης μετάβαση σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Λίγο μεγάλο διάστημα για τα δεδομένα της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα 🙂